Δευτέρα 24 Ιουνίου 2013

“Η Εξέγερση Που Έρχεται” από την Αόρατη Επιτροπή [ολόκληρο το βιβλίο]



Η εξέγερση που έρχεται – Αόρατη επιτροπήαπό όποια πλευρά…

Απ’ όποια πλευρά και να το δει κανείς, δεν υπάρχει διαφυγή από το παρόν. Αυτή δεν είναι η μικρότερη από τις αρετές του. Σ’ αυτούς που θέλουν απόλυτα να ελπίζουν, τους κλέβει κάθε στήριγμα. Εκείνοι που παριστάνουν ότι διαθέτουν λύσεις, διαψεύδονται στη στιγμή. Είναι πράγμα κατανοητό ότι όλα δε μπορούν να πάνε παρά από το κακό στο χειρότερο. “Το μέλλον δεν έχει πια από “αυτό που έρχεται” ” είναι η σοφία μιας εποχής που έχει φθάσει, παρά την εμφάνιση ακραίας ομαλότητας, στο επίπεδο της συνείδησης των πρώτων punks.

Η σφαίρα της πολιτικής αντιπροσώπευσης είναι κλειστή. Από τα αριστερά ως τα δεξιά είναι το ίδιο τίποτα που τη μία παριστάνει τον καμπόσο και την άλλη την παρθένα, τα ίδια σταντ των εφημερίδων που αλλάζουν το λόγο τους σύμφωνα με τα τελευταία ευρήματα της υπηρεσίας πληροφοριών. Όσοι ψηφίζουν ακόμη δίνουν την εντύπωση ότι δεν έχουν άλλη πρόθεση από το να ανατινάξουν τις κάλπες με το να ψηφίζουν για καθαρή διαμαρτυρία. Αρχίσαμε να εικάζουμε ότι το να συνεχίζουν να ψηφίζουν, ως πράξη, είναι ενάντια στην ίδια την ψήφο. Τίποτα από όλα όσα εμφανίζονται δεν είναι, και μακρόθεν στο ύψος της περίστασης. Και στη σιωπή του μέσα, ο πληθυσμός μοιάζει άπειρα πιο ώριμος από όλες τις μαριονέτες που καυγαδίζουν για να τον κυβερνήσουν. Οποιοσδήποτε chibani [1] είναι πιο σοφός στις κουβέντες απ’ όποιον απ’ τους δήθεν κυβερνώντες σε όλες τους τις διακηρύξεις μαζί. Το καπάκι της κοινωνικής χύτρας είναι τριπλοσφραγισμένο ενώ στο εσωτερικό της η πίεση ανεβαίνει ασταμάτητα. Από την Αργεντινή ερχόμενο, το φάντασμα του Que se vayan todos ![2] αρχίζει να στοιχειώνει στα σοβαρά τις κυβερνώσες κεφαλές.

Η πυρκαγιά του νοεμβρίου του 2005 δε σταματάει πλέον να ρίχνει τη σκιά της σε όλες τις συνειδήσεις. Αυτές οι πρώτες φωτιές χαράς είναι το βάπτισμα για μια δεκαετία γεμάτη υποσχέσεις. Η μηντιακή αφήγηση για τα “προάστια-ενάντια-στη-Δημοκρατία [3]”, κι αν δε στερείται αποτελεσματικότητας, στερείται αλήθειας. Εστίες φωτιάς έφτασαν ως τα κέντρα των πόλεων, κάτι που αποσιωπήθηκε μεθοδευμένα. Ολόκληροι δρόμοι της Βαρκελώνης κάηκαν σε αλληλεγγύη και δεν το έμαθε κανείς παρά μόνο οι κάτοικοί τους. Και επίσης δεν είναι αλήθεια ότι η χώρα έκτοτε σταμάτησε να καίγεται. Ανάμεσα στους κατηγορούμενους βρίσκει κανείς φιγούρες κάθε είδους που δε μπορούν να ενοποιηθούν από τίποτε άλλο παρά από το μίσος τους για την υπάρχουσα κοινωνία, και όχι από την τάξη, τη φυλή, ούτε καν τη συνοικία τους. Το νέο δεν έγκειται στην “εξέγερση των προαστίων”, η οποία ήδη το 1980 δεν ήταν κάτι καινούριο, αλλά στη ρήξη των καθιερωμένων μορφών. Οι επιδρομείς δεν άκουγαν πλέον κανέναν, ούτε τα μεγάλα τους αδέρφια ούτε τον τοπικό σύλλογο που όφειλε να διαχειριστεί την επιστροφή στην ομαλότητα. Κανένα “SOS Racisme” [4] δε θα μπορέσει να βυθίσει τις καρκινικές του ρίζες σ’ εκείνο το γεγονός, στο οποίο μόνο η κούραση, η διαστρέβλωση και η μηντιακή omerta [5] μπόρεσαν να προσποιηθούν ότι βάζουν ένα τέρμα. Όλη αυτή η αλληλουχία νυχτερινών χτυπημάτων, ανώνυμων επιθέσεων, καταστροφών χωρίς λόγια είχαν την αξιοσύνη να ανοίξουν στο μέγιστό του το χάσμα μεταξύ της πολιτικής και του πολιτικού. Κανείς δε μπορεί έντιμα να αρνηθεί τη σαφήνεια αυτής της επίθεσης που δε σχηματοποίησε καμιά διεκδίκηση, κανένα μήνυμα άλλο από το μήνυμα της απειλής· που δεν είχε να κάνει με την πολιτική. Πρέπει να είναι κανείς τυφλός για να μη βλέπει όλο αυτό το καθαρά πολιτικό μέσα σ’ αυτή την ακλόνητη άρνηση της πολιτικής· ή να μη γνωρίζει τίποτα για τα αυτόνομα κινήματα της νεολαίας εδώ και τριάντα χρόνια. Κάψαμε σαν στρατιώτες σε δύσκολη αποστολή τα πρώτα στολίδια μιας κοινωνίας που δεν αξίζει περισσότερο σεβασμό από όσο τα παρισινά μνημεία στο τέλος της Αιματοβαμμένης Εβδομάδας [6] – και το γνωρίζει.

Δεν υπάρχει κοινωνική λύση της παρούσας κατάστασης. Πρώτα απ’ όλα διότι το ασαφές σύνολο από κοινωνικές ομαδοποιήσεις, θεσμούς και ιδιωτικές φυσαλίδες που αποκαλούμε με τον ευφημισμό “κοινωνίᔨείναι χωρίς συνοχή, κι έπειτα διότι δεν υπάρχει πλέον γλώσσα για την κοινή εμπειρία. Και δε μοιράζεται κανείς πλούτη αν δε μοιράζεται μια γλώσσα. Χρειάστηκε μισός αιώνας αγώνα στο Διαφωτισμό για να υπάρξει η δυνατότητα της Γαλλικής Επανάστασης, και ένας αιώνας αγώνα στην εργασία για να γεννηθεί το τρομερό “Κράτος Πρόνοιας”. Οι αγώνες δημιουργούσαν τη γλώσσα στην οποία μιλιόταν η καινούρια τάξη. Τίποτα παρόμοιο σήμερα. Η Ευρώπη είναι μια ήπειρος ξεθωριασμένη που κάνει κρυφά τα ψώνια της στο Lidl και ταξιδέυει low cost για να ταξιδεύει ακόμα. Κανένα από τα “προβλήματα” που σχηματοποιούνται στην κοινωνική γλώσσα δεν επιδέχεται λύσης. Το “συνταξιοδοτικό”, το ζήτημα της [εργασιακής] “επισφάλειας”, το ζήτημα των “νέων” και της “βίας” τους δε μπορούν παρά να μένουν μετέωρα, ενώ τα – πάντα πιο συναρπαστικά – περάσματα στη δράση, τα οποία κρύβονται στα ζητήματα, γίνονται αντικείμενο αστυνομικής διαχείρισης. Δεν μπορεί να χρυσωθεί το χάπι του καθαρίσματος για φραγκοδίφραγκα υπερηλίκων που έχουν εγκαταλειφθεί από τους δικούς τους και δεν έχουν ούτε μια κουβέντα να πουν. Κι εκείνοι που έχουν βρει στους δρόμους του εγκλήματος λιγότερο εξευτελισμό και περισσότερα κέρδη από το να σφουγγαρίζουν πατώματα, δε θα αφήσουν τα όπλα τους, ούτε η φυλακή μπορεί να τους εμφυσήσει αγάπη για την κοινωνία. Η μανία για απόλαυση των ορδών των συνταξιούχων δε θα ανεχτεί σιωπηλά τις ζοφερές περικοπές στα μηνιαία εισοδήματά τους και δε μπορεί παρά να ερεθιστεί επιπλέον από την άρνηση για εργασία μιας μεγάλης μερίδας της νεολαίας. Για να τελειώνουμε, κανένα εγγυημένο εισόδημα συμφωνημένο την επαύριο μιας ημι-εξέγερσης δε θα βάλει τις βάσεις για ένα New Deal, για ένα νέο συμβόλαιο, μια νέα ειρήνη. Το κοινωνικό αίσθημα έχει εξατμιστεί πάρα πολύ για κάτι τέτοιο.

Σαν λύση, η πίεση για να μη συμβεί τίποτα, και μαζί μ’ αυτήν η αστυνομική επιτήρηση της επικράτειας δε θα σταματήσουν να εντείνονται. Το μη-επανδρωμένο αεροσκάφος που σύμφωνα με την ομολογία της αστυνομίας πετούσε στις 14 του περασμένου ιουλίου πάνω από το Seine-Saint-Denis σκιαγραφεί το μέλλον με χρώματα πιο ειλικρινή από όλη την ανθρωπιστική ομίχλη. Το ότι έκαναν τον κόπο να διασαφηνίσουν πως δεν ήταν οπλισμένο, δηλώνει αρκετά καθαρά σε ποια πορεία κινούμαστε. Η επικράτεια θα διαχωριστεί σε ζώνες όλο και πιο στεγανές. Αυτοκινητόδρομοι τοποθετημένοι στο όριο μιας “αισθητής γειτονιάς [quartier]” φτιάχνουν ένα αόρατο τοίχος και ταυτόχρονα τη διαχωρίζουν από ζώνες μονοκατοικιών. Ό,τι και να σκέφτονται οι καλές πατριωτικές [7] ψυχές γι’ αυτό, η διοίκηση των quartiers “από την κοινότητα” είναι η πιο λειτουργική λόγω της κακής της φήμης. Οι πιο μητροπολιτικές μερίδες της επικράτειας, τα κυρίως “αστικά κέντρα” θα διάγουν την πολυτελή ζωή τους μέσα σε μια όλο και πιο αριστοτεχνική, όλο και πιο σοφιστικέ, όλο και πιο λαμπρή αποσύνθεση. Θα φωτίζουν όλον τον πλανήτη με το μπουρδελιάρικο φωτισμό τους ενώ οι περιπολίες της BAC [8], των συμμοριών ιδιωτικής ασφάλειας, με μια λέξη: των μιλιτσιών, θα πολλαπλασιαστούν στο άπειρο, διαρκώς ευνοούμενες από μια δικαστική κάλυψη ολοένα πιο ξεδιάντροπη.

Το αδιέξοδο του παρόντος, παρότι όλοι μπορούν να το αντιληφθούν παντού, το αρνούνται παντού. Ποτέ άλλοτε τόσοι ψυχολόγοι, κοινωνιολόγοι και φιλόλογοι δεν είχαν ασχοληθεί μ’ αυτό, ο καθένας τους στην ειδική ακαταλαβίστικη διάλεκτό του, με το συμπέρασμα τους να είναι ειδικά ελλιπές. Αρκεί κανείς να ακούσει τα τραγούδια της εποχής, τα χαζοτράγουδα του “νέου γαλλικού τραγουδιού”, όπου οι μικροαστοί αναλύουν τις ψυχικές τους καταστάσεις, και τις πολεμικές διακηρύξεις του μαφιόζικου K1 Fry [9] για να ξέρει ότι η συνύπαρξη θα λήξει σύντομα, ότι μια απόφαση είναι κοντά.

Αυτό το βιβλίο φέρει την υπογραφή μιας φανταστικής συλλογικότητας. Οι συντάκτες του δεν είναι οι συγγραφείς. Αρέσκονται να βάζουν κάποια σειρά στους κοινούς τόπους της εποχής, σ’ αυτά που μουρμουρίζονται στα τραπέζια των μπαρς, πίσω από την κλειστή πόρτα των υπνοδωματίων. Το μόνο που έκαναν είναι να στεριώσουν τις απαραίτητες αλήθειες, αυτές με τις οποίες η παγκόσμια καταπίεση αναπληρώνει τα ψυχιατρεία και τα θλιμμένα βλέμματα. Έγιναν οι γραφιάδες της κατάστασης. Είναι το προνόμιο των ριζοσπαστικών συνθηκών η δικαιοσύνη να τις οδηγεί με βάση τη λογική στην επανάσταση. Αρκεί να πει κανείς αυτό που έχει μπροστά από τα μάτια του και να μην αποφύγει να δει τη συνεπαγωγή.

Πρώτος κύκλος – “ΕΙΜΑΙ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΕΙΜΑΙ”

“ΕΙΜΑΙ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΕΙΜΑΙ”. Αυτή είναι η τελευταία προσφορά του μάρκετινγκ στον κόσμο, το τελικό στάδιο της εξέλιξης της διαφήμισης, εμπρός λοιπόν, εμπρός τόσο σε όλες τις παροτρύνσεις να είμαστε διαφορετικοί, όσο και να είμαστε οι εαυτοί μας και να πίνουμε Pepsi. Ολόκληρες δεκαετίες ιδεών για να καταλήξουν εκεί, στην καθαρή ταυτολογία. ΕΓΩ=ΕΓΩ. Αυτός τρέχει πάνω σε έναν κυλιόμενο διάδρομο μπροστά από τον καθρέφτη του γυμναστηρίου. Αυτή επιστρέφει από τη δουλειά στο τιμόνι ενός Smart. Θα συναντηθούν;

“ΕΙΜΑΙ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΕΙΜΑΙ”. Το σώμα μου μου ανήκει. Εγώ είμαι εγώ, εσύ είσαι εσύ και δεν πάει και πολύ καλά το πράγμα. Προσωποποίηση της μάζας. Εξατομίκευση όλων των συνθηκών – της ζωής, της εργασίας, της δυστυχίας. Διάχυτη κατάθλιψη. Ατομική διάσπαση σε φίνα παρανοϊκά σωματίδια. Υστερικοποίηση της επαφής. Όσο πιο πολύ επιθυμώ να είμαι Εγώ, τόσο έχω το αίσθημα του κενού. Όσο περισσότερο εκφράζομαι, τόσο στεγνώνω. Όσο περισσότερο με κυνηγώ, τόσο κουράζομαι. Παραμένω, παραμένεις, παραμένουμε στο Εγώ μας όπως σε ένα πληκτικό γκισέ. Έχουμε γίνει αντιπρόσωποι των εαυτών μας – πόσο παράξενο εμπόριο, οι εγγυητές μιας προσωποποίησης που ολόκληρη αναδίδει την αύρα, στο τέλος, ενός ακρωτηριασμού. Διαβεβαιώνουμε τους εαυτούς μας ως την καταστροφή, με μια αδεξιότητα λιγότερο ή περισσότερο συγκεκαλυμμένη.

Στο μεταξύ εγώ διαχειρίζομαι. Η αναζήτηση του εαυτού, το μπλογκ μου, το διαμέρισμά μου, οι τελευταίες παπαριές της μόδας, οι ιστορίες για ζευγαράκια, για κώλους… ό,τι προσθήκες [10] χρειάζονται προκειμένου να διατηρήσουμε ένα Εγώ! Αν “η κοινωνία” δεν είχε γίνει αυτή η αφαίρεση η οριστική, θα καταδείκνυε το σύνολο από υπαρξιακά δεκανίκια που μου προσφέρονται για να μου επιτρέψουν να αργοσυρθώ ακόμα, το σύνολο των εξαρτήσεων που έχω αποκτήσει ως αντίτιμο για την ταυτότητά μου. Οι ανάπηροι είναι το αυριανό μοντέλο του πολίτη. Δεν είναι χωρίς προαίσθηση που οι οργανώσεις που τους εκμεταλλεύονται διεκδικούν από τώρα γι’ αυτούς “εισόδημα διαβίωσης” [11].

Η εντολή, παντού, να “είσαι κάποιος” διατηρεί εκείνη την παθολογική κατάσταση που καθιστά αυτή την κοινωνία απαραίτητη. Η εντολή να είσαι δυνατός παράγει την αδυναμία, από την οποία διατηρείται ή ίδια η εντολή εν ζωή, σε τέτοιο σημείο που όλα μοιάζουν να παίρνουν μια θεραπευτική χροιά, όπως το να εργάζεσαι, όπως το να αγαπάς. Όλα αυτά τα “πώς πάει;” που ανταλλάσσονται σε μια ημέρα, φέρνουν στη σκέψη ισάριθμες μετρήσεις θερμοκρασίας που σε μια κοινωνία αρρώστων κάνουν οι μεν στους δε. Η κοινωνικότητα αποτελείται σήμερα από χιλιάδες μικρές κόγχες, χιλιάδες μικρά καταφύγια, όπου κάποιος κρατιέται ζεστός. Όπου είναι πάντα καλύτερα από το τσουχτερό κρύο έξω. Όπου όλα είναι ψεύτικα, διότι όλα δεν είναι παρά πρόφαση για να ζεσταθείς λίγο. Όπου δεν μπορεί τίποτα να συμβεί, γιατί, χωρίς να ακούν, όλοι είναι απορροφημένοι στο να τουρτουρίζουν μαζί. Αυτή η κοινωνία δε θα κρατιέται πλέον παρά μόνο από την τάση όλων των κοινωνικών ατόμων προς αναζήτηση μιας απατηλής ανάρρωσης. Είναι ένας ηλεκτρικός σταθμός που εξαντλεί τους στροβίλους του σε μια κολοσσιαία συγκράτηση δακρύων πάντα στο όριο να ξεχειλίσουν.

“I AM WHAT I AM. [12]” Ποτέ η κυριαρχία δεν είχε βρει σλόγκαν τόσο πολύ υπεράνω υποψιών. Η διατήρηση του Εγώ σε μια κατάσταση μόνιμης ημι-κατάρρευσης, σε μια χρόνια ημι-αποτυχία είναι το μυστικό το πιο καλοφυλαγμένο της σύγχρονης τάξης πραγμάτων. Το Εγώ ανίσχυρο, καταπιεσμένο, αυτοκριτικό, εικονικό είναι ουσιαστικά εκείνο το υποκείμενο, το άπειρα προσαρμόσιμο, που αξιώνει μια παραγωγή εγκαθιδρυμένη πάνω στην καινοτομία, την επιταχυμένη απαρχαίωση των τεχνολογιών, τη διαρκή αναστάτωση των κοινωνικών νορμών, τη γενικευμένη ευελιξία. Είναι ταυτόχρονα ο αδηφάγος καταναλωτής και, παράδοξα, το Εγώ το πιο παραγωγικό, εκείνο το οποίο θα ρίξει τον εαυτό του με τη μεγαλύτερη ενεργητικότητα και απληστία στο πιο υποτυπώδες πρότζεκτ, για να κλειστεί πιο μετά ξανά στο κουκούλι του σαν κάμπια.

“ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΕΙΜΑΙ”, λοιπόν; Διασχισμένος από τα παιδικάτα με ροές γάλακτος, οσμών, ιστοριών, ήχων, σχέσεων, νανουρισμάτων, ουσιών, χειρονομιών, ιδεών, εντυπώσεων, βλεμμάτων, τραγουδιών και τροφών. Αυτό που είμαι; Συνδεδεμένος από όλες τις μεριές με τόπους, με πόνους, με προγόνους, με φίλους, με αγάπες, με γεγονότα, με γλώσσες, και αναμνήσεις, με όλα τα είδη των πραγμάτων, τα οποία, σύμφωνα με όλες τις αποδείξεις, δεν είναι εγώ. Όλα αυτά που με συνδέουν στον κόσμο, όλοι οι δεσμοί που με συνθέτουν, όλες οι δυνάμεις που με εποικίζουν, δεν υφαίνουν μια ταυτότητα, όπως με προκαλούν να τη βάλω παντιέρα, αλλά μια ύπαρξη, μοναδική, κοινή, ζώσα και από την οποία αναδύονται από μεριές, από στιγμές, αυτό το ον που λέει “εγώ”. Το αίσθημά μας έλλειψης συνοχής δεν είναι παρά το αποτέλεσμα αυτή της ηλίθιας πίστης στη διάρκεια του Εγώ, και στην ελάχιστη φροντίδα που δίνουμε σ’ αυτό που μας φτιάχνει.

Νιώθεις ίλιγγο βλέποντας απλωμένο πάνω σε έναν ουρανοξύστη το “I AM WHAT I AM” της Reebok. Η Δύση προωθεί παντού, σαν τον αγαπημένο της Δούρειο Ίππο, αυτή την αποτελειωτική αντινομία ανάμεσα στο Εγώ και τον κόσμο, το άτομο και την ομάδα, ανάμεσα στο δεσμό και την ελευθερία. Η ελευθερία δεν είναι η χειρονομία που λύνει τους δεσμούς μας, αλλά η πρακτική δυνατότητα να λειτουργείς πάνω σ’ αυτούς, να κινείσαι α’ αυτούς, να τους ιδρύεις ή να τους αποκόβεις. Η οικογένεια δεν υπάρχει σαν οικογένεια,δηλαδή σαν κόλαση, παρά μόνο για εκείνον που έχει απαρνηθεί τη δυνατότητα να αλλάξεις τους μηχανισμούς εξαχρείωσης, ή που δεν ξέρει πώς να το κάνει. Η ελευθερία να αποσχιστείς ήταν πάντα το φάντασμα της ελευθερίας. Δεν απογαλακτιζόμαστε από αυτό που μας εμποδίζει, χωρίς ταυτόχρονα να στερούμαστε αυτό πάνω στο οποίο εξασκούμε τις δυνάμεις μας.

“I AM WHAT I AM”, λοιπόν, όχι ένα απλό ψεματάκι, μια απλή διαφημιστική καμπάνια, μα μια καμπάνια στρατιωτική, μια πολεμική ιαχή προσανατολισμένη ενάντια σε όλα όσα υπάρχουν ανάμεσα στους ανθρώπους, ενάντια σ’ όλο αυτό που κυκλοφορεί συγκεχυμένα, σε όλο αυτό που τα συνδέει αόρατα, ενάντια σ’ όλο αυτό που στήνει εμπόδια στην τέλεια ερήμωση, ενάντια σ’ όλο αυτό που κάνει να υπάρχουμε και ο κόσμος να μην έχει παντού την όψη ενός αυτοκινητόδρομου, ενός πάρκου αναψυχής, ή μιας καινούριας πόλης: καθαρή πλήξη, χωρίς πάθος και καλότακτοποιημένος, άδειος χώρος, παγωμένος, όπου δεν κινείται τίποτα παρά σώματα καταγεγραμμένα, αυτοκίνητα μόρια και ιδανικά εμπορεύματα.

Η Γαλλία δεν είναι η πατρίδα των αγχολυτικών, ο παράδεισος των αντικαταθλιπτικών, η Μέκκα των νευρώσεων, χωρίς να είναι συγχρόνως και ο ευρωπαϊκός πρωταθλητής στην ανά ώρα εργασίας παραγωγικότητα. Η ασθένεια, η κούραση, η κατάθλιψη μπορούν να γίνουν αντιληπτές σαν τα ατομικά συμπτώματα αυτού το οποίο οφείλει να θεραπευθεί. Εργάζονται λοιπόν για τη διατήρηση της υπάρχουσας τάξης, στην πειθήνια προσαρμογή μου στις βλακώδεις νόρμες, στον εκμοντερνισμό των δεκανικιών μου. Επικαλύπτουν την επιλογή μέσα μου των κατάλληλων, συμμορφούμενων, παραγωγικών τάσεων και εκείνων για τις οποίες θα πρέπει γλυκά να πενθήσω. “Πρέπει να γνωρίζεις πως να αλλάζεις, ξέρεις”. Όμως, ληφθείσες υπόψιν ως γεγονότα, οι αποτυχίες μου μπορούν να οδηγήσουν εξίσου στην απέκδυση από την υπόθεση του Εγώ. Γίνονται λοιπόν πράξεις αντίστασης στον διεξαγόμενο πόλεμο. Γίνονται εξέγερση και κέντρο ενέργειας ενάντια σε όλα όσα συνωμοτούν για να μας κανονικοποιήσουν, για να μας ακρωτηριάσουν. Το Εγώ δεν είναι αυτό μέσα μας που βρίσκεται σε κρίση, αλλά είναι η μορφή που γυρεύουν να μας επιβάλλουν. Θέλουν να φτιάξουν από εμάς Εγω καλοπροσδιορισμένα, καλοδιαχωρισμένα, ταξινομήσιμα και απογράψιμα στις ποιότητές τους, με λίγα λόγια: ελέγξιμα, ενώ είμαστε πλάσματα ανάμεσα στα πλάσματα, μοναδικότητες ανάμεσα σε παρόμοιες με μας μοναδικότητες, σάρκα ζώσα που υφαίνει τη σάρκα του κόσμου. Αντίθετα από αυτό που μας επαναλαμβάνουν από τα μικράτα μας, εξυπνάδα δεν είναι το να ξέρεις να προσαρμόζεσαι – ή αν είναι εξυπνάδα, θα είναι των σκλάβων. Η μη-πρσαρμοστικότητά μας, η κούρασή μας δεν είναι προβλήματα παρά γι’ αυτόν που θέλει να μας καθυποτάξει. Καταδεικνύουν πολύ περισσότερο ένα σημείο φυγής, ένα σημείο συμβολής για πρωτάκουστες συνενοχές. Μας επιτρέπουν να δούμε ένα τοπίο υπό άλλη άποψη πιο ερειπωμένο αλλά άπειρα πιο προσιτό στο να το μοιραστούμε απ’ όλες τις φαντασμαγορίες που αυτή η κοινωνία κρατά για λογαριασμό της.

Δεν είμαστε καταπιεσμένοι, είμαστε σε απεργία. Για όποιον αρνείται να διαχειριστεί τον εαυτό του, η “κατάθλιψη” δεν είναι μια κατάσταση, αλλά ένα πέρασμα, ένα “στο επανιδείν”, ένας βηματισμός πλαγίως προς μια πολιτική αποσύνδεση. Με αφετήρία αυτό το σημείο δεν υπάρχει άλλη συμφιλίωση παρά μόνο φαρμακευτική, ή αστυνομική. Είναι πράγματι γι’ αυτό που τούτη η κοινωνία δε διστάζει να επιβάλλει το Ritaline στα “πολύ ζωντανά” της παιδιά, που μπλέκει όποιον μπορεί σε μακροχρόνιες φαρμακευτικές εξαρτήσεις και παριστάνει ότι διαγιγνώσκει από τα τρία χρόνια ζωής “προβλήματα συμπεριφοράς”. Επειδή είναι η υπόθεση του Εγώ που χάσκει παντού.

Δεύτερος κύκλος “Η διασκέδαση είναι μια ζωτική ανάγκη”

Μια κυβέρνηση που κηρύσσει την κατάσταση έκτακτης ανάγκης ενάντια σε χαμίνια δεκαπέντε ετών. Μια χώρα που εναποθέτει τη σωτηρία της στα χέρια μιας ομάδας ποδοσφαιριστών. Ένας μπάτσος σε κρεββάτι νοσοκομείου που παραπονείται ότι έγινε θύμα “βιαιοπραγιών”. Ένας νομάρχης που θεσμοθετεί απαγόρευση των δεντρόσπιτων. Δύο δεκάχρονα παιδιά, στο Chelles, που κατηγορούνται για τον εμπρησμό μιας παιχνιδοθήκης [13]. Αυτή η εποχή αριστεύει στο να κάνει γκροτέσκα την κατάσταση που κάθε φορά μοιάζει να της ξεφεύγει. Πρέπει να πούμε ότι τα μήντια δεν καταβάλλουν προσπάθειες για να καταπνίξουν το ξέσπασμα γέλιου που θα όφειλε να καλωσορίζεται σε παρόμοιες ειδήσεις.

Ένα ξέσπασμα γέλιου εκρηκτικό, είναι η απάντηση που αντιστοιχεί σε όλα τα σοβαρά “ζητήματα” που η επικαιρότητα αρέσκεται να ξεσηκώνει. Για να ξεκινήσουμε από το πιο τετριμμένο: δεν υπάρχει “ζήτημα των μεταναστών”. Ποιος μεγαλώνει πλέον εκεί που γεννήθηκε; Ποιος κατοικεί εκεί που μεγάλωσε; Ποιος εργάζεται εκεί που κατοικεί; Ποιος ζει εκεί που ζούσαν οι πρόγονοί του; Και τίνος είναι αυτά, τα παιδιά τούτης της εποχής, της τηλεόρασης ή των γονιών τους; Η αλήθεια είναι ότι έχουμε ξεριζωθεί μαζικά από κάθε ανήκειν, ότι δεν είμαστε πια από πουθενά, κι ότι αυτό έχει ως αποτέλεσμα ταυτόχρονα μια πρωτάκουστη τάση για τουρισμό, έναν αναντίρρητο πόνο. Η ιστορία μας είναι ιστορία αποικισμών, μεταναστεύσεων, πολέμων, εξοριών, της καταστροφής της καθεμιάς ρίζας μας. Είναι η ιστορία όλων όσα μας έχουν φτιάξει ξένους σ’ αυτόν τον κόσμο, προσκεκλημένους μέσα στην ίδια μας την οικογένεια. Μας απαλλοτρίωσαν τη γλώσσα μας με την εκπαίδευση, τα τραγούδια μας με την ποικιλία, τη σάρκα μας με την πορνογραφία της μάζας, την πόλη μας με την αστυνομία, τους φίλους μας με το τρέξιμο για το μεροκάματο. Σ’ αυτά προστίθενται, στη Γαλλία, η θηριώδης και κοσμική εργασία της εξατομίκευσης από μια εξουσία του Κράτους που σημειώνει, συγκρίνει, πειθαρχεί και διαχωρίζει τα υποκείμενά της από την πιο μικρή ηλικία, που αλέθει ενστικτωδώς τις εκφράσεις την αλληλεγγύης που της ξεφεύγουν, ώστε να μη μένει παρά η υπηκοότητα στη Δημοκρατία σαν το μόνο φάντασμα του ανήκειν. Ο γάλλος είναι περισσότερο από κάθε άλλον ο αποστερημένος, ο άθλιος. Το μίσος του για τον ξένο βράζει μαζί με το μίσος του για τον εαυτό του σαν ξένο. Η ζήλια του αναμεμιγμένη με τρομάρα για τα ”cites [14]” δεν αποδίδει παρά τη μνησικακία του για όλα αυτά που έχει χάσει. Δε μπορεί να εμποδίσει τον εαυτό του να φθονεί τις συνοικίες τις επονομαζόμενες “υποβιβασμένες”, όπου επιβιώνουν ακόμα κάτι λίγο από μια κοινοτική ζωή, κάποιοι δεσμοί ανάμεσα στους ανθρώπους, κάποιες εκφράσεις αλληλεγγύης όχι κρατικές, μια οικονομία ανεπίσημη [15], μια οργάνωση που δεν είναι αποσπασμένη από αυτούς τους οποίους οργανώνει. Έχουμε φθάσει σ’ αυτό το σημείο ανέχειας που ο μόνος τρόπος να νιώσω Γάλλος είναι κάνοντας φασαρίες ενάντια στους μετανάστες, ενάντια σε εκείνους που είναι πιο ορατά ξένοι όπως εγώ. Οι μετανάστες διατηρούν σ’ αυτήν τη χώρα μια περίεργη θέση κυριαρχίας: αν δεν ήταν εδώ, οι Γάλλοι ίσως δε θα υπήρχαν πλέον.

Η Γαλλία είναι προϊόν του σχολείου της και όχι το αντίθετο. Ζούμε σε μια χώρα υπερβολικά σχολική, όπου θυμάται κανείς την επιτυχία στο μπακαλορεά [16] σαν μια στιγμή που σημάδεψε τη ζωή του. Όπου συνταξιούχοι σας μιλάνε ακόμα για την αποτυχία τους, σαράντα χρόνια πριν, στο τάδε ή το δείνα διαγώνισμα, και πώς αυτό είχε επιβαρύνει όλη την καριέρα τους, όλη τη ζωή τους. Το σχολείο της Δημοκρατίας έχει διαμορφώσει εδώ και ενάμιση αιώνα έναν τύπο κρατικοποιημένων υποκειμενικοτήτων, αναγνωρίσιμων ανάμεσα στο καθετί. Άνθρωποι που αποδέχονται την επιλογή και τον ανταγωνισμό υπό τον όρο να υπάρχουν ίσες ευκαιρίες. Που προσδοκούν σε σχέση με τη ζωή ότι ο καθένας θα ανταμειφθεί σ’ αυτήν σαν σε διαγωνισμό, σύμφωνα με την αξία του. Που ζητούν πάντα την άδεια πριν πάρουν. Που σέβονται σιωπηλά την κουλτούρα, τους κανονισμούς και τους πρώτους στην τάξη. Ακόμα κι η αφοσίωσή τους στους μεγάλους διανοούμενούς τους της κριτικής και η απόρριψη του καπιταλισμού είναι σταμπαρισμένες από αυτή την αγάπη για το σχολείο. Είναι αυτή η κρατική κατασκευή των υποκειμενικοτήτων που κατακρημνίζεται κάθε μέρα λίγο περισσότερο πλάι στην παρακμή του σχολικού θεσμού. Η επανεμφάνιση, εδώ και είκοσι χρόνια, του σχολείου και της κουλτούρας του δρόμου σε ανταγωνισμό με το σχολείο της Δημοκρατίας και τη χάρτινη κουλτούρα του είναι ο πιο βαθύς τραυματισμός που υφίσταται στις μέρες μας ο γαλλικός παγκοσμισμός. Σ’ αυτό το σημείο, η πιο ακραία δεξιά συμφιλιώνεται εκ των προτέρων με την πιο τοξική αριστερά. Το όνομα και μόνο του Jules Ferry [17], αξιωματούχου της Thiers κατά τη διάρκεια της συντριβής της Κομμούνας και θεωρητικού της αποικιοκρατίας όφειλε ωστόσο να αρκεί για να μας κάνει καχύποπτους σε σχέση μ’ αυτόν το θεσμό.

Όσο για εμάς, καθώς βλέπουμε τους καθηγητές από ποιος ξέρει ποια “επιτροπή εγρήγορσης πολιτών” να έρχονται για να κλαψουρίσουν στις 20-Ώρες [18] ότι τους έκαψαν το σχολείο τους, ανακαλούμε στη μνήμη μας πόσες φορές, σαν παιδιά, το είχαμε ονειρευτεί. Καθώς ακούμε έναν διανοούμενο της αριστεράς να ρεύεται για τη βαρβαρότητα των συμμοριών των νέων που κοροϊδεύουν τους περαστικούς στο δρόμο, κλέβουν τις βιτρίνες, πυρπολούν αυτοκίνητα και παίζουν τη γάτα με το ποντίκι με τα CRS [19], ανακαλούμε στη μνήμη μας αυτό που λεγόταν για τα blousons noirs [20] τη δεκαετία του 60 ή, καλύτερα, για τους απάχηδες της “Belle Epoque [21]”: “Με το όνομα γένους των απάχηδων – γράφει ένας δικαστής στο δικαστήριο [της επαρχείας] του Σηκουάνα το 1907 -, είναι της μόδας να προσδιορίζουμε εδώ και κάποια χρόνια όλα τα επικίνδυνα άτομα, συμμορίες υπότροπων, εχθρούς της κοινωνίας, χωρίς πατρίδα και οικογένεια, εγκαταλείψαντες κάθε καθήκον, έτοιμους για τα πιο τολμηρά αιφνιδιαστικά χτυπήματα, για κάθε απόπειρα ενάντια στους ανθρώπους ή τις περιουσίες.” Αυτές οι συμμορίες που αποφεύγουν την εργασία, που παίρνουν το όνομά τους από την συνοικία τους και έρχονται αντιμέτωπες με την αστυνομία, είναι ο εφιάλτης του καλού πολίτη προσωποποιημένου στο γαλλικό στυλ: ενσαρκώνουν όλα όσα έχει αποκηρύξει, όλη την δυνατή απόλαυση στην οποία δε θα συναινούσε ποτέ. Υπάρχει αυθάδεια στο να υπάρχεις σε μια χώρα όπου ένα παιδί, που τραγουδάει για το κέφι του, αναπόφευκτα θα το αποπάρουν μ’ ένα “σταμάτα, θα αρχίσει να βρέχει εξ αιτίας σου!”, όπου ο σχολικός ευνουχισμός παράγει απλόχερα γενιές εξημερωμένων [22] υπαλλήλων. Η επίμονη αύρα του Mesrine [23] κρατάει λιγότερο για την εντιμότητα και την τόλμη του παρά για το γεγονός ότι ανέλαβε να εκδικηθεί για αυτό για το οποίο όλοι θα οφείλαμε να εκδικηθούμε. Ή ακόμα περισσότερο, γι’ αυτό για το οποίο θα οφείλαμε να εκδικηθούμε απ’ ευθείας, εκεί όπου συνεχίσουμε να λοξοδρομούμε, να αναβάλλουμε. Γιατί δε χωράει αμφιβολία ότι με χίλιες αθλιότητες που μένουν απαρατήρητες, με κάθε είδους κουτσομπολιά, με μια μικρή πηγμένη κακεντρέχια και μια δηλητηριώδη ευγένεια, ο Γάλλος δε σταματάει να εκδικείται για όλα αυτά από τα οποία παραιτήθηκε. Υπάρχουν στιγμές που το γαμιούνται οι μπάτσοι! παίρνει τη θέση του ναι, κύριε αστυνομικέ! Μ’ αυτή την έννοια η εχθρότητα χωρίς διάκριση από ορισμένες ομάδες εκφράζει με ένα λιγότερο πνιγμένο τρόπο την άσχημη ατμόσφαιρα, την κακή σκέψη στο βάθος της, την επιθυμία για σωτήρια καταστροφή στην οποία αναλώνεται η χώρα.

Το να ονομάζουμε κοινωνία τον πλήθος των ξένων εν μέσω των οποίων ζούμε, είναι μια τέτοια απάτη που ακόμα και οι κοινωνιολόγοι σκέφτονται να απαρνηθούν την ιδέα αυτή που εδώ και έναν αιώνα τους δίνει το ψωμί τους. Προτιμούν τώρα τη μεταφορά δίκτυο για να απεικονίσουν τον τρόπο με τον οποίο συνδέονται οι cybernetic μοναξιές, με τον οποίο δένονται μεταξύ τους οι ασθενικές αλληλεπιδράσεις γνωστές με τα ονόματα “συνάδελφος”, “επαφή”, “φιλαράκι”, “σχέση”, ή “περιπέτεια” [24]. Παρόλα αυτά τούτα τα δίκτυα συμπυκνώνονται σε ένα μέσον [25], στο οποίο τίποτα δε μοιράζεται κανείς παρεκτός κώδικες και στο οποίο τίποτα δεν παίζεται παρεκτός η αδιάκοπη ανασύνθεση μιας ταυτότητας.

Θα έχανε κανείς το χρόνο του για να καταγράψει ξεχωριστά όλα αυτά που υπάρχουν αγωνιώντας μέσα στις παρούσες κοινωνικές σχέσεις. Λένε ότι η οικογένεια επανέρχεται, το ζευγάρι επανέρχεται. Αλλά η οικογένεια που επανέρχεται δεν είναι η ίδια με εκείνη που είχε αποχωρήσει. Η επιστροφή της δεν είναι παρά μια εκβάθυνση του κυρίαρχου αποχωρισμού, τον οποίο υπηρετεί εξαπατώντας, γινόμενη αυτή ο εαυτός της μέσω εξαπάτησης. Καθένας μπορεί να επιβεβαιώσει τις δόσεις θλίψεις που συμπυκνώνουν χρονιά με χρονιά οι οικογενειακές εορτές, αυτά τα κοπιώδη χαμόγελα, αυτή την αμηχανία να βλέπεις τους πάντες να υποκρίνονται μάταια, αυτό το αίσθημα ότι υπάρχει ένα πτώμα τοποθετημένο εκεί πέρα, πάνω στο τραπέζι, και ότι όλοι παριστάνουν ότι δεν υπάρχει τίποτα. Απ’ το φλερτ στο διαζύγιο, απ’ τη συμβίωση στην οικογενειακή επανένωση, ο καθένας νιώθει την ανοησία του θλιβερού οικογενειακού πυρήνα, αλλά η πλειονότητα μοιάζει να κρίνει ότι θα ήταν ακόμα πιο θλιβερό να τον απαρνηθεί. Πλέον η οικογένεια δεν είναι τόσο η ασφυξία του μητρικού σφιχταγκαλιάσματος ούτε η γελοία πατρική αρχή μες στα γκαρίσματα όσο αυτή η νηπιακή εγκατάλειψη σε μια χνουδωτή εξάρτηση, όπου όλα είναι γνωστά, όσο αυτή η στιγμή της αμεριμνησίας μπροστά σε έναν κόσμο στον οποίο τίποτα δεν μπορεί να αρνηθεί ότι καταρρέει, έναν κόσμο όπου το “να γίνεις αυτόνομος” είναι ένας ευφημισμός για το “να βρεις έναν προστάτη”. Θα ήθελαν να βρουν μέσα στην βιολογική συγγένεια τη δικαιολογία για να διαβρώσουν μέσα μας κάθε έστω και λίγο διαλυτική αποφασιστικότητα και, με την πρόφαση ότι μας είδαν να μεγαλώνουμε, να μας κάνουν να απαρνηθούμε κάθε ενηλικίωση, όπως απαρνηθήκαμε τη σοβαρότητα που υπάρχει στην παιδική ηλικία. Από τούτη τη διάβρωση πρέπει κανείς να φυλάγεται.

Το ζευγάρι είναι σαν την τελευταία βαθμίδα της μεγάλης κοινωνικής πανωλεθρίας. Είναι η όαση στο μέσο της ανθρώπινης ερήμου. Ψάχνει κανείς εκεί υπό τη σκέπη του “οικείου” όλα όσα έχουν τόσο φανερά εγκαταλείψει τις σύγχρονες κοινωνικές σχέσεις: τη ζεστασιά, την απλότητα, την αλήθεια, μια ζωή χωρίς θέατρο ή θέαμα. Όμως όταν περάσει η ερωτική ζάλη, η “οικειότητα” πέφτει στην καθαίρεσή της: είναι η ίδια μια κοινωνική εφεύρεση, μιλάει τη γλώσσα των γυναικείων περιοδικών και της ψυχολογίας, είναι όπως όλα τα υπόλοιπα, θωρακισμένη με στρατηγικές μέχρι αηδίας. Δεν υπάρχει εκεί πιο πολλή αλήθεια απ’ ότι αλλού, κι εκεί εξίσου κυριαρχούν το ψέμα και οι νόμοι της αποξένωσης. Κι όταν, από τύχη, κάποιος βρει εκεί αυτή την αλήθεια, αυτή κάνει έκκληση σε έναν διαμοιρασμό που αντιτίθεται στην ίδια τη μορφή του ζευγαριού. Αυτό για το οποίο οι άνθρωποι αγαπιούνται είναι επίσης αυτό που τους κάνει ικανούς να αγαπηθούν και διαλύει την ουτοπία του αυτισμού σε ζεύγος.

Στην πραγματικότητα, η αποσύνθεση κάθε κοινωνικής φόρμας είναι δώρο εξ ουρανού. Όπως το βλέπουμε εμείς, είναι η ιδανική συνθήκη για έναν πειραματισμό σε μαζικό επίπεδο, άγριο, με νέες διατάξεις, με νέες εκφάνσεις πίστης. Η περίφημη “γονεϊκή παραίτηση” μας έχει επιβάλει μια αναμέτρηση με τον κόσμο που μας έσπρωξε σε μια πρόωρη διαύγεια και προμηνύει κάποιες όμορφες εξεγέρσεις. Μέσα στο θάνατο του ζευγαριού βλέπουμε να γεννιούνται ταραχώδεις μορφές συλλογικής συναισθηματικής σύνδεσης, τώρα που το σεξ είναι φθαρμένο ως το κόκκαλο, που η αρρενωπότητα και η θηλυκότητα φορούν ρούχα τελείως σκωροφαγωμένα, που τρεις δεκαετίες πορνογραφικών καινοτομιών έχουν εξαντλήσει κάθε θέλγητρο της υπέρβασης και της ελευθέρωσης. Αυτό το ασυμβίβαστο που υπάρχει στους δεσμούς της συγγένειας υπολογίζουμε βάσιμα να το κάνουμε την πανοπλία μιας πολιτικής αλληλεγγύης τόσο αδιαπέραστης στην κρατική παρέμβαση όσο ένας καταυλισμός τσιγγάνων. Ακόμα και τα χαρτζηλίκια χωρίς τελειωμό που πολλοί γονείς είναι αναγκασμένοι να παρέχουν στους προλεταριοποιημένους απόγονούς τους, μπορούν να γίνουν μια μορφή χορηγίας για όφελος της κοινωνικής ανατροπής. Το “να γίνεις αυτόνομος” θα μπορούσε κάλλιστα να σημαίνει: να μάθεις να μάχεσαι στο δρόμο, να καταλαμβάνεις άδεια σπίτια, να μη δουλεύεις, να αγαπιέσαι τρελά και να κλέβεις στα μαγαζιά.

Τρίτος κύκλος


“Η ζωή, η υγεία, η αγάπη είναι αβέβαιες, γιατί η εργασία να ξεφύγει απ’ αυτόν τον κανόνα;”

Δεν υπάρχει ζήτημα πιο μπερδεμένο, στη Γαλλία, απ’ αυτό της εργασίας. Δεν υπάρχει σχέση πιο διεστραμμένη απ’ αυτή των Γάλλων με την εργασία. Πηγαίντε στην Ανδαλουσία, την Αλγερία, τη Νάπολη. Την περιφρονούν κατά βάθος την εργασία εκεί. Πηγαίντε στη Γερμανία, τις ΗΠΑ, την Ιαπωνία. Εκεί σέβονται την εργασία. Τα πράγματα αλλάζουν, είναι αλήθεια. Υπάρχουν πράγματι otaku [26] στην Ιαπωνία, χαρούμενοι άνεργοι [27] στη Γερμανία και workaholics στην Ανδαλουσία. Αλλά προς το παρόν δεν είναι παρά ιδιόρρυθμες περιπτώσεις. Στην Γαλλία πέφτει κανείς στα γόνατα για να αναρριχηθεί στην ιεραρχία, αλλά καυχιέται εμπιστευτικά ότι δε δίνει δεκάρα τσακιστή γι’ αυτή. Κάθεται κανείς στη δουλειά μέχρι τις δέκα το βράδυ, όταν είναι πηγμένος ως το λαιμό, αλλά δεν διστάζει ποτέ να κλέβει εδώ κι εκεί τη γραφική ύλη ή να βάζει χέρι στα αποθέματα των επιστραφέντων εμπορευμάτων που είναι για να ξαναπουληθούν. Σιχαίνεται τα αφεντικά αλλά θέλει με κάθε αντίτιμο να προσληφθεί. Το να έχεις δουλειά είναι τιμή και το να δουλεύεις είναι σημάδι δουλοπρέπειας. Με λίγες λέξεις: κλινική περίπτωση υστερίας. Αγαπάει κανείς μισώντας και μισεί αγαπώντας. Και όλοι ξέρουν τι απονάρκωση και τι σύγχυση κυριεύουν τον υστερικό όταν χάνει το θύμα του, τον αφέντη του. Τις περισσότερες φορές δεν επανέρχεται.

Σ’ αυτήν την θεμελιακά πολιτική χώρα που είναι η Γαλλία, η βιομηχανική εξουσία ήταν ανέκαθεν υποταγμένη στην κρατική εξουσία. Η οικονομική δραστηριότητα δε σταμάτησε ποτέ να είναι ύποπτα πλαισιωμένη από μια σχολαστική διοίκηση. Τα μεγάλα αφεντικά που δεν έχουν προέλθει από την κρατική αριστοκρατία τύπου Polytechnique-ENA [28] είναι οι παρίες του επιχειρηματικού κόσμου, για τους οποίους ομολογεί κανείς στα παρασκήνια ότι του προκαλούν λίγο τον οίκτο. Ο Bernard Tapie [29] είναι ο τραγικός τους ήρωας: λατρεμένος τη μια ημέρα, στη στενή την επόμενη, πάντα ανέγγιχτος. Δεν υπάρχει τίποτα το εκπληκτικό στο ότι ήρθε πάλι στο προσκήνιο. Αντικρίζοντάς τον όπως αντικρίζει κανείς ένα τέρας, το γαλλικό κοινό τον κρατά σε επαρκή απόσταση και, μέσω του θεάματος μια τόσο γοητευτικής παλιανθρωπιάς, προστατεύεται από την επαφή του. Παρά τη μεγάλη απάτη των 80s, η μόδα των επιχειρήσεων δεν έπιασε ποτέ στη Γαλλία. Οποιοσδήποτε γράψει ένα βιβλίο για να τις ξεφτιλίσει, εξασφαλίζει ένα best-seller. Οι μάνατζερ, τα ήθη τους και η φιλολογία τους μπορούν κάλλιστα να παρελαύνουν δημοσίως, παραμένει γύρω τους όμως μια κορδέλα του υγειονομικού που προκαλεί χαχανητά, ένας ωκεανός περιφρόνησης, μια θάλασσα σαρκασμού. Ο επιχειρηματίας δεν είναι μέλος της οικογένειας. Σε κάθε περίπτωση, στην ιεραρχία της απέχθειας, ακόμα και το μπάτσο τον προτιμούν σε σχέση μ’ αυτόν. Το να είσαι δημόσιος υπάλληλος παραμένει, κόντρα σε ανέμους και παλίρροιες, κόντρα σε golden boys και ιδιωτικοποιήσεις, ο κοινός ορισμός της σωστής εργασίας. Μπορεί κανείς να ζηλεύει τα πλούτη εκείνων που δεν είναι τέτοιοι, δε ζηλεύει όμως τη θέση τους.

Είναι στο φόντο αυτής της νεύρωσης που οι διαδοχικές κυβερνήσεις διακηρύσσουν τον πόλεμο στην ανεργία και παριστάνουν ότι διεξάγουν τη “μάχη για την απασχόληση”, ενώ πρώην στελέχη κατασκηνώνουν μαζί με τα κινητά τους στις σκηνές των Γιατρών του κόσμου στις όχθες του Σηκουάνα. Όταν οι μαζικές διαγραφές [στμ: ατόμων από τις λίστες των ανέργων] στο ANPE [30] δυσκολεύονται να κάνουν να πέσει ο αριθμός των ανέργων κάτω από τα δύο εκατομμύρια παρ’ όλα τα στατιστικά τρικ. Όταν το RMI [31] και η εταιρία [32] είναι οι μόνες εγγυήσεις, κατά τη γνώμη μάλιστα των γενικών πληροφοριών [33] ενάντια σε μια κοινωνική έκρηξη δυνατή ανά πάσα στιγμή. Είναι η ψυχική οικονομία των Γάλλων όσο και η πολιτική σταθερότητα της χώρας που διακυβεύονται στη διατήρηση των μύθων της εργασίας.

Χωρίς παρεξήγηση, αλλά δε γαμιόμαστε;

Ανήκουμε σε μια γενιά που ζει μια χαρά χωρίς αυτούς τους μύθους. Που δεν υπολόγισε ποτέ στην σύνταξη ούτε στα εργασιακά δικαιώματα κι ακόμα λιγότερο στο δικαίωμα στην εργασία. Που δεν είναι ούτε “επισφαλής” όπως αρέσκονται να θεωρητικολογούν οι πιο προωθημένες φράξιες του αριστερίστικου κινήματος, αφού το να είσαι επισφαλής σημαίνει ακόμα να ορίζεις τον εαυτό σου σε σχέση με τη σφαίρα της εργασίας, πιο συγκεκριμένα: της αποσύνθεσής της. Αποδεχόμαστε την ανάγκη για εύρεση χρημάτων – αδιαφορώντας για τα μέσα – γιατί επί του παρόντος είναι αδύνατον να τη βγάλεις χωρίς αυτά, όχι την ανάγκη για εργασία. Άλλωστε αυτό που κάνουμε δεν είναι εργασία πλέον: είναι μικροδουλειές. Η επιχείρηση δεν είναι ένας τόπος όπου υπάρχουμε, είναι ένας τόπος τον οποίο διασχίζουμε. Δεν είμαστε κυνικοί, είμαστε απλά απρόθυμοι να μας εκμεταλλεύονται. Οι συζητήσεις για τα κίνητρα του προσωπικού, την ποιότητά του, την επένδυση σ’ αυτό γλιστρούν πάνω μας, προς μέγιστη σύγχυση όλων των διευθυντών ανθρώπινου δυναμικού. Λένε ότι η επιχείρηση μας απογοήτευσε, ότι δεν τίμησε την αφοσίωση των γονιών μας, ότι τους απέλυσε υπερβολικά αβασάνιστα. Λένε ψέματα. Για να έχεις απογοητευτεί, πρέπει να έχεις ελπίσει ότι θα ‘ρθει ο καιρός. Και εμείς δεν ελπίσαμε ποτέ στην επιχείρηση: την βλέπουμε σαν αυτό που είναι και ποτέ δε σταμάτησε να είναι, ένα παιχνίδι για κορόιδα, που απλά απολαμβάνουν διαφορετικά επίπεδα άνεσης. Λυπόμαστε μόνο για τους γονείς μας που έπεσαν στην παγίδα, τουλάχιστον για εκείνους που την πίστεψαν.

Το μπέρδεμα των συναισθημάτων που περιβάλλει το ζήτημα της εργασίας μπορεί να εξηγηθεί ως εξής: η έννοια της εργασίας πάντα υπέκρυπτε δύο διαστάσεις αντιφατικές: μία διάσταση της εκμετάλλευσης και μία διάσταση της συμμετοχής. Εκμετάλλευση της ατομικής και της συλλογικής εργατικής δύναμης με την ιδιωτική ή κοινωνική οικειοποίηση της υπεραξίας· συμμετοχή σε ένα έργο κοινό μέσω των δεσμών που υφαίνονται μεταξύ εκείνων που συνεργάζονται στους κόλπους ενός σύμπαντος της παραγωγής. Αυτές οι δύο διαστάσεις έχουν αναμιχτεί μπλεγμένες σφιχτά μεταξύ τους μέσα στην έννοια της εργασίας, κάτι που εξηγεί την αδιαφορία των εργαζομένων, στο κάτω-κάτω της γραφής, για την μαρξιστική ρητορική, που αρνείται τη διάσταση της συμμετοχής, όπως και τη μανατζερίστικη ρητορική, που αρνείται τη διάσταση της εκμετάλλευσης. Κι απ’ αυτό προκύπτει επίσης η αμφισημία της σχέσης εργασίας, την ίδια στιγμή ντροπιασμένη, στο βαθμό που μας αποξενώνει απ’ αυτό που παράγουμε, και λατρεμένη, στο βαθμό που αυτό το οποίο διακυβεύεται σ’ αυτήν είναι ένα μέρος από εμάς τους ίδιους. Η καταστροφή, εδώ, είναι προτετελεσμένη: έγκειται σε όλα εκείνα που έπρεπε να είχαμε καταστρέψει, σε όλα εκείνα που έπρεπε να είχαμε ξεριζώσει, για να πάψει η εργασία να εμφανίζεται ως ο μόνος τρόπος να υπάρχεις. Η φρίκη της εργασίας είναι λιγότερο μέσα σ’ αυτήν-την-ίδια παρά στην μεθοδική λεηλασία, εδώ και αιώνες όλων όσων δεν είναι εργασία: οικειότητες της συνοικίας, του επαγγέλματος, του χωριού, του αγώνα, της συγγένειας, αφοσιώσεις σε τόπους, σε ανθρώπους, σε εποχές, σε τρόπους να κάνεις κάτι και να μιλάς.

Εκεί βρίσκεται το παράδοξο των ημερών μας. Η εργασία θριάμβευε εξαλείφοντας όλους τους άλλους τρόπους ύπαρξης, την ίδια στιγμή που οι εργαζόμενοι γίνονταν περιττοί. Τα κέρδη της παραγωγικότητας, η έξοδος της παραγωγής από την τοπική κλίμακα [34] η μηχανοποίηση, η αυτοματοποίηση και η ποσοτικοποίηση της παραγωγής έχουν προοδεύσει σε τέτοιο βαθμό που έχουν μειώσει την ποσότητα της απαραίτητης ζωντανής εργασίας για την παρασκευή του κάθε εμπορεύματος σε σχεδόν τίποτα. Ζούμε το παράδοξο μιας κοινωνίας εργαζομένων χωρίς εργασία, όπου η διασκέδαση, η κατανάλωση, οι ασχολίες του ελεύθερου χρόνου το μόνο που κάνουν είναι να καταγγέλλουν την έλλειψη αυτού από το οποίο θα έπρεπε να μας αποσπούν. Το ορυχείο του Carmaux που έγινε διάσημο κατά τη διάρκεια ενός αιώνα για τις βίαιες απεργίες του, μετατράπηκε στο Cap Decouverte [35]. Πρόκειται για ένα “κέντρο πολλαπλών ασχολιών” όπου κανείς κάνει skateboard και ποδήλατο, και σηματοδοτείται από ένα “μουσείο του Ορυχείου” μέσα στο οποίο προσομοιώνονται οι εκρήξεις του γκαζιού για τους επισκέπτες.

Στις επιχειρήσεις, η εργασία διαιρείται με τρόπο όλο και πιο ορατό σε ανώτατα εξειδικευμένους υπαλλήλους στην έρευνα, τον έλεγχο, το συντονισμό, την επικοινωνία, που έχουν προσδεθεί στις καινούριες διαδικασίες της  κυβερνητικής [36] παραγωγής για να εφαρμόσουν όλες τις αναγκαίες γνώσεις και σε υπαλλήλους ανειδίκευτους για τη συντήρηση και την επιτήρηση αυτών των διαδικασιών. Οι πρώτοι είναι ολιγάριθμοι, πολύ καλά αμειβόμενοι, κι έτσι η μειοψηφία που τους μονοπωλεί να μην διανοείται να αφήσει ούτε ένα ψίχουλο από αυτούς να της ξεφύγει. Η εργασία τους και οι εαυτοί τους συμπλέκονται διαρκώς σε μία οντότητα μέσα σε ένα αγωνιώδες αγκάλιασμα. Managers, επιστήμονες, λομπίστες, ερευνητές, προγραμματιστές, developers, σύμβουλοι, μηχανικοί δε σταματούν κυριολεκτικά ποτέ να εργάζονται. Ακόμα και τα one-night-stands τους αυξάνουν την παραγωγικότητά τους. “Οι επιχειρήσεις οι πιο δημιουργικές είναι επίσης αυτές όπου οι στενές σχέσεις είναι οι πιο πολλές”, θεωρητικολογεί ένας φιλόσοφος του Τμήματος Ανθρώπινων Πόρων. “ Οι συνεργάτες της επιχείρησης, επιβεβαιώνει ο αντίστοιχος της Daimler-Benz, αποτελούν μέρος του κεφαλαίου της επιχείρησης [...] Τα κίνητρά τους, το know-how τους, η δυνατότητά τους για καινοτομίες και το κριτήριό τους για τις επιθυμίες της πελατείας αποτελούν την πρώτη ύλη για καινοτόμες υπηρεσίες [...] Η συμπεριφορά τους, η κοινωνικές και συναισθηματικές τους ικανότητες αποκτούν αυξανόμενο βάρος στην αξιολόγηση της εργασίας τους [...] Αυτοί δε θα αξιολογούνται πλέον με τους αριθμούς των ωρών της παρουσίας τους αλλά πάνω στη βάση των κατακτημένων στόχων και της ποιότητας των αποτελεσμάτων. Είναι επιχειρηματίες.”

Το σύνολο των εργασιών που δε μπόρεσαν να υπαχθούν στην αυτοματοποίηση, σχηματίζουν ένα νεφέλωμα εργασιακών πόστων τα οποία, για να μην μπορούν να αναληφθούν από μηχανές, μπορούν να αναληφθούν από οποιονδήποτε άνθρωπο – αποθηκάριοι, υπάλληλοι καταστημάτων, εργάτες στην αλυσίδα παραγωγής, εποχικοί, κλπ. Αυτή η ευέλικτη, αδιαφοροποίητη εργατική δύναμη, που περνά από το ένα αντικείμενο εργασίας στο άλλο και δε μένει ποτέ για καιρό σε μία επιχείρηση, δε μπορεί πλέον να συσσωματωθεί σε μία δύναμη, μη όντας ποτέ στο κέντρο της διαδικασίας παραγωγής αλλά διασκορπισμένη σε μια πληθώρα χαραμάδων, απασχολημένη με το να βουλώνει τις τρύπες για ό,τι δεν έχει μηχανοποιηθεί. Η προσωρινότητα συνιστά το περίγραμμα αυτού του εργάτη που δεν είναι πια τέτοιος, που δεν έχει πια επάγγελμα αλλά ικανότητες, τις οποίες πουλά στην αλληλουχία των πόστων του, και για τον οποίο το να είναι διαθέσιμος αποτελεί επίσης μια εργασία.

Στο περιθώριο αυτού του πυρήνα του εργατικού δυναμικού, του απαραίτητου για την καλή λειτουργία της μηχανής, εκτείνεται ήδη μια πλειοψηφία που έχει γίνει υπεράριθμη, η οποία είναι χρήσιμη στην ομαλή ροή της παραγωγής, αλλά όχι και τόσο πλέον, και η οποία, μέσα στην αδράνειά της, φορτώνει στη μηχανή το ρίσκο να υποστεί σαμποτάζ. Η φοβέρα μιας γενικευμένης ακινητοποίησης είναι το φάντασμα που στοιχειώνει το σύγχρονο σύστημα παραγωγής. Στο ερώτημα “Γιατί να δουλεύουμε λοιπόν;”, κανείς δεν απαντά όπως απάντησε εκείνος ο τότε δικαιούχος επιδόματος πρόνοιας: “Για την ευημερία μου. Θα έπρεπε να κρατιέμαι απασχολημένος.” Υπάρχει μια σοβαρή πιθανότητα να καταλήξουμε βρίσκοντας μια αξιοποίηση για την αδράνειά μας. Αυτόν το μετέωρο πληθυσμό πρέπει ή να τον απασχολήσουν ή να τον συγκρατήσουν. Ωστόσο δεν έχουν βρει μέχρι τώρα καλύτερη μέθοδο πειθάρχησης από τη μισθωτή σχέση. Πρέπει λοιπόν να επιδιώξουν την κατεδάφιση των “κοινωνικών κεκτημένων” για να φέρουν πίσω στους κόλπους του μισθού τους πιο δύστροπους, εκείνους που δε θα γυρίσουν παρά μόνο αντιμέτωποι με την επιλογή ανάμεσα στο να ψοφήσουν της πείνας ή να σαπίσουν σε ένα κελί. Η έκρηξη του δουλοκτητικού τομέα των “προσωπικών υπηρεσιών” οφείλει να συνεχιστεί: γυναίκες για το νοικοκυριό, για σερβιτόρες, για μασάζ, βοήθεια στα οικιακά, πορνεία, φροντίδα, ειδικά μαθήματα, θεραπευτικά καθήκοντα, ψυχολογική βοήθεια, κλπ. Όλα αυτά συνοδευμένα από μια συνεχή εξύψωση των κανόνων ασφάλειας, υγιεινής, συμπεριφοράς και κουλτούρας, από μια επιτάχυνση στην παροδικότητα των μοδών, που μόνες τους εδραιώνουν την ανάγκη για τέτοιες υπηρεσίες. Στη Ρουέν οι μηχανές κοπής εισιτηρίων έχουν δώσει τη θέση τους σε “ανθρώπινα παρκόμετρα”: ένας βαριεστημένος τύπος στο δρόμο σας δίνει ένα εισιτήριο στάθμευσης και σας δανείζει, αναλόγως την περίπτωση, ένα αδιάβροχο αν έχει κακοκαιρία.

Η τάξη της εργασίας φτιάχνει την τάξη ενός κόσμου. Η απόδειξη της καταστροφής της χτυπάει με σπασμούς τετάνου στην ιδέα μόνο όλων αυτών που προκύπτουν από αυτήν. Το να εργάζεσαι σήμερα συνδέεται λιγότερο με την οικονομική ανάγκη της παραγωγής των εμπορευμάτων παρά με την πολιτική ανάγκη της παραγωγής παραγωγών και καταναλωτών, της σωτηρίας με κάθε μέσο της τάξης της εργασίας. Το να παράγεσαι εσύ-ο-ίδιος τείνει να γίνει η κυρίαρχη ασχολία μιας κοινωνίας όπου η παραγωγή έγινε χωρίς αντικείμενο: όπως ένας μαραγκός που του έχουν στερήσει το εργαστήριό του και ο οποίος, έχοντας εγκαταλείψει κάθε ελπίδα, πλανίζει τον εαυτό του. Από εκεί μας έρχεται το θέαμα όλων αυτών των νεαρών ανθρώπων που εκπαιδεύονται να χαμογελούν για το Interview στην αναζήτηση εργασίας, που κάνουν λεύκανση των δοντιών τους μπας και βοηθηθούν λίγο παραπάνω, που πάνε τη νύχτα στα κλαμπ για να διεγείρουν το ομαδικό τους πνεύμα, που μαθαίνουν αγγλικά για να σπρώξουν την καριέρα τους, που χωρίζουν ή παντρεύονται για να ξαναμπούν δυνατά στο παιχνίδι, που κάνουν μαθήματα θεάτρου για να γίνουν αρχηγοί ή “προσωπικής ανάπτυξης” για να “χειρίζονται τις συγκρούσεις” καλύτερα – “Η “προσωπική ανάπτυξη” η πιο εσωτερική”, ισχυρίζεται ένας κάποιος γκουρού, “θα οδηγήσει σε μια καλύτερη συναισθηματική σταθερότητα, σε ένα πιο εύκολο άνοιγμα για σχέσεις, σε μια διανοητική οξύτητα καλύτερα κατευθυνόμενη κι έτσι σε μια καλύτερη οικονομική απόδοση.” Το σούσουρο όλου αυτού του μικρού κόσμου που περιμένει με ανυπομονησία να επιλεγεί, εκπαιδευόμενος να είναι “φυσικός”, σχετίζεται με μια προσπάθεια σωτηρίας της τάξης της εργασίας μέσω μιας ηθικής της κινητοποίησης. Να είσαι κινητοποιημένος, σημαίνει να σχετίζεσαι με την εργασία όχι ως δραστηριότητα αλλά ως δυνατότητα. Αν ο άνεργος που βγάζει τα σκουλαρίκια του, που πάει να κουρευτεί, που κάνει “projects”, δουλεύει μια χαρά “πάνω στην προσληψιμότητά του”, όπως το λένε, είναι μ’ αυτό που δείχνει ότι είναι κινητοποιημένος. Η κινητοποίηση είναι αυτή η ελαφριά απογείωση σε σχέση με τον εαυτό μας, εκείνο το ελάχιστο τίναγμα από αυτό που μας απαρτίζει, αυτή η συνθήκη αλλοτριότητας με αφετηρία την οποία το Εγώ μπορεί να καταστεί αντικείμενο της εργασίας, με αφετηρία την οποία γίνεται δυνατό να πουλήσει κανείς τον εαυτό του και όχι την εργατική του δύναμη, να αμείβεται κανείς όχι για όσα κάνει, αλλά για αυτό που είναι, για την αιθέρια δεξιοτεχνία μας στους κοινωνικού κώδικες, για τα ταλέντα συσχέτισης με άλλους, για το χαμόγελό μας ή τον τρόπο παρουσίασής μας. Είναι η καινούρια νόρμα κοινωνικοποίησης. Η κινητοποίηση δρομολογεί την τήξη των δύο αντιφατικών πόλων της εργασίας: εδώ συμμετέχει κανείς στην εκμετάλλευσή του, και κάθε συμμετοχή γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης. Είναι κανείς για τον εαυτό του, ιδεατά, το δικό του αφεντικό και το δικό του προϊόν. Πρόκειται, είτε εργάζεται κανείς είτε όχι, για τη συσσώρευση των γνωριμιών, των ικανοτήτων, των “κονέ”, με λίγες λέξεις: του “ανθρώπινου κεφαλαίου”. Το ένταλμα σε πλανητικό επίπεδο να κινητοποιούμαστε για την πιο ασήμαντη αφορμή – τον καρκίνο, την “τρομοκρατία”, έναν σεισμό, τους άστεγους – συνοψίζει την αποφασιστικότητα των βασιλευουσών δυνάμεων να διατηρήσουν το βασίλειο της εργασίας πέρα από τη φυσική του εξάλειψη.

Το τρέχον σύστημα παραγωγής είναι λοιπόν, από τη μια πλευρά, αυτή η γιγαντιαία μηχανή ψυχολογικής και φυσικής κινητοποίησης, ανακυκλοφορίας της ενέργειας των ανθρώπων που έχουν γίνει περιττοί, από την άλλη είναι αυτή η μηχανή κρίσης που επιτρέπει την επιβίωση στις συμμορφούμενες υποκειμενικότητες και εγκαταλείπει όλα τα “άτομα σε κίνδυνο”, όλους εκείνους που ενσαρκώνουν μια άλλη χρήση της ζωής και, μ’ αυτόν τον τρόπο, της αντιστέκονται. Από τη μία πλευρά, κάνει να ζουν τα φαντάσματα, από την άλλη αφήνει να πεθάνουν οι ζωντανοί. Τέτοια είναι η δεόντως πολιτική λειτουργία του τρέχοντος συστήματος παραγωγής.

Το να οργανώνεται κανείς πέρα από και ενάντια στην εργασία, να εγκαταλείπει συλλογικά το καθεστώς της κινητοποίησης, να διακηρύσσει την ύπαρξη μιας ζωτικότητας και μιας τάξης μέσα στην ίδια την αποκινητοποίηση [37] είναι ένα έγκλημα που ένας αποστεωμένος πολιτισμός δεν είναι έτοιμος να μας συγχωρήσει· είναι όντως ο μόνος τρόπος να επιβιώσουμε πέρα απ’ αυτόν.

Τέταρτος κύκλος


“Πιο απλά, πιο χαρούμενα, πιο ευκίνητα, πιο σίγουρα!”

Πώς θα γινόταν να μη μας μιλούν για “την πόλη” και “την ύπαιθρο”, κι ακόμα λιγότερο για την πανάρχαια αντίθεσή τους. Αυτό το οποίο εκτείνεται γύρω μας δε μοιάζει σ’ αυτά ούτε από κοντά ούτε από μακριά: είναι ένα και μοναδικό αστικό άπλωμα, δίχως μορφή και δίχως τάξη, μια ακατοίκητη ζώνη, αόριστη και απεριόριστη, ένα παγκόσμιο συνεχές μουσειακών υπερκέντρων και φυσικών πάρκων, μεγάλων συγκροτημάτων και τεράστιων αγροτικών εκμεταλλεύσεων, βιομηχανικών ζωνών και συνοικισμών, αγροτόσπιτων και αλυσίδων μπαρ: η μητρόπολη. Υπήρξε η αρχαία πόλη, η μεσαιωνική πόλη ή η μοντέρνα πόλη· δεν υπάρχει μητροπολιτική πόλη. Η μητρόπολη επιδιώκει τη σύνθεση όλης της επικράτειας. Όλα εκεί συγκατοικούν, όχι τόσο γεωγραφικά αλλά μέσω του πλέγματος των δικτύων της.

Είναι ακριβώς επειδή ολοκληρώνει την εξαφάνισή της που η πόλη έχει τώρα φετιχοποιηθεί, ως Ιστορία. Οι μανιφακτούρες της Λιλ γίνονται χώροι θεάματος, το μπετονένιο κέντρο της Χάβρης είναι χώρος πολιτιστικής κληρονομιάς της UNESCO. Στο Πεκίνο τα hutongs [38] που αγκαλιάζουν την Απαγορευμένη Πόλη [39] είναι κατεδαφισμένα, και ανακατασκευάζουν ψεύτικα τέτοια, λίγο πιο πέρα, για την ικανοποίηση της περιέργειας των ενδιαφερομένων. Στην Τροία κολλάνε όψεις με ημίσεια ξυλείας [40] σε κτίρια από τσιμεντόλιθο, μια τέχνη απομίμησης που δε μπορεί να μην ανακαλέσει στη μνήμη τα μαγαζιά βικτοριανού στυλ στη Disneyland του Παρισίου. Τα ιστορικά κέντρα, από παλιά πολιορκημένα από τις εξεγέρσεις, βρίσκουν συνετά τη θέση τους στο οργανόγραμμα της μητρόπολης. Εκεί έχουν παραχωρηθεί στον τουρισμό και την επιδεικτική κατανάλωση. Είναι τα κέντρα της εμπορικής μαγείας, που διατηρείται με τις φιέστες και την αισθητική, κι ακόμα με το ζόρι. Η αποπνιχτική σαχλότητα των χριστουγεννιάτικων αγορών πληρώνεται με όλο και περισσότερες ολονυχτίες και περιπολίες της δημοτικής αστυνομίας. Ο έλεγχος ενσωματώνεται στο θαύμα πάνω στο πεδίο του εμπορεύματος, δείχνοντας, σε όποιον επιθυμεί σφόδρα να το βλέπει, το αυταρχικό του πρόσωπο. Η εποχή είναι του μίγματος, μίγμα χαζομουσικής, πτυσσόμενων γκλοπ και του γενιού του μπαμπάκα. Κι αυτά όλα προϋποθέτουν αστυνομική επιτήρηση, τι γοητεία!

Αυτή η προτίμηση για το αυθεντικό-μέσα-σε-εισαγωγικά, και του ελέγχου που πάει πακέτο, συνοδεύουν τους μικροαστούς στην αποικιοποίησή τους των λαϊκών συνοικιών. Σπρωγμένοι έξω από τα υπερκέντρα, έρχονται να ψάξουν εκεί μια “ζωή της γειτονιάς” που ποτέ δεν θα έβρισκαν ανάμεσα στις κατοικίες Phenix [41]. Και με το να κυνηγούν τους φτωχούς, τα οχήματα και τους μετανάστες, με το να κάνουν τον τόπο καθαρό, με το να εκδιώκουν τα μικρόβια, εξαϋλώνουν αυτό το ίδιο που ήρθαν να βρουν. Σε μια αφίσα του δήμου, ένας οδοκαθαριστής κάνει χειραψία με έναν σεκιουριτά· ένα σλόγκαν: “Montauban: καθαρή πόλη”. Η παρακμή που υποχρεώνει τους ουρμπανιστές [42] να μη μιλούν πλέον για “την πόλη” την οποία έχουν καταστρέψει, αλλά για το ¨”αστικό”, θα όφειλε εξίσου να τους παρακινήσει να μη μιλούν πλέον ούτε για “την ύπαιθρο”, που δεν υπάρχει πια. Αυτό που υπάρχει, στον ίδιο τόπο και θέση, είναι ένα τοπίο που το εκθέτουν στα γεμάτα στρες και χωρίς ρίζες πλήθη, ένα παρελθόν που μπορούν εύκολα να το ρίχνουν στο προσκήνιο τώρα που η αγροτιά έχει μειωθεί τόσο πολύ. Είναι ένα μαρκετινίστικο κόλπο που το ξεδιπλώνουν πάνω σε μια “επικράτεια” όπου όλα οφείλουν είτε να τιμολογηθούν είτε να αποτελέσουν μέρος μιας [στμ. πολτιστικής, εθνικής] κληρονομιάς. Είναι πάντα το ίδιο παγερό κενό, του οποίου το κερδισμένο έδαφος αντηχεί μέχρι τα πιο απομακρυσμένα καμπαναριά.

Η μητρόπολη είναι εκείνος ο ταυτόχρονος θάνατος της πόλης και της υπαίθρου, στο σταυροδρόμι όπου συγκλίνουν όλες οι μεσαίες τάξεις, στο μέσον της τάξης του μέσου, η οποία, από την αστυφιλία [43] ως την “περιαστιοποίηση” [44] απλώνεται ατελείωτα. Στην μετατροπή του παγκόσμιου εδάφους σε γυαλί ταιριάζει ο κυνισμός της σύγχρονης αρχιτεκτονικής. Ένα λύκειο, ένα νοσοκομείο, μια βιβλιοθήκη, είναι ισάριθμες παραλλαγές πάνω στο ίδιο θέμα: διαφάνεια, ουδετερότητα, ομοιομορφία. Μασίφ και ρευστά κτίρια, σχεδιασμένα χωρίς την ανάγκη γνώσης αυτού το οποίο θα στεγάσουν, και που θα μπορούσαν να είναι εδώ, μολαταύτα και οπουδήποτε αλλού. Τι να κάνει κανείς με τους πύργους γραφείων του Defense [45], του Part Dieu [46], ή του Euralille [47]; Η έκφραση “καυτά καινούριο [48]” συμπυκνώνει μέσα της ολόκληρη τη μοίρα τους. Ένας σκωτσέζος ταξιδευτής, μετά την πυρπόληση του δημαρχείου του Παρισίου απο τους εξεγερμένους το Μάιο του1871, επιβεβαιώνει το μοναδικό θέαμα της δύναμης της φλόγας: “[...] ποτέ δεν είχα φανταστεί κάτι πιο όμορφο· είναι εξαίσιο. Οι άνθρωποι της Κομμούνας είναι βδελυροί κατεργάρηδες, δεν το αρνούμαι· αλλά τι καλλιτέχνες! Και δεν είχαν καν συνείδηση του έργου τους! [...] Έχω δει τα ερείπια των λουτρών του Αμάλφι [49] δίπλα στα γαλανά κύματα της Μεσογείου, τα ερείπια των ναών του Tung-hoor στο Punjab [50]· έχω δει τη Ρώμη και ακόμα αρκετά άλλα πράγματα: τίποτα δε μπορεί να συγκριθεί με αυτό που είχα τούτο το βράδυ μπροστά στα μάτια μου”.

Αυτό που σίγουρα μας μένει, πιασμένο μέσα στο δικτύωμα της μητρόπολης, είναι κάποια θραύσματα της πόλης και κάποια υπολείμματα της υπαίθρου. Αλλά κι η ζωντάνια, κι αυτή έχει βρει κατάλυμα στις υποβαθμισμένες περιοχές. Παραδόξως τα μέρη τα πιο εμφανώς μη κατοικήσιμα είναι τα μόνα που ακόμα κατοικούνται με κάποιο τρόπο. Ένα παλιό κατειλημμένο παράπηγμα θα έχει πάντα ατμόσφαιρα πιο ανθρώπινη από αυτά τα διαμερίσματα μιας κάποιας κοινωνικής θέσης όπου κάποιος δε μπορεί παρά να τοποθετεί τα έπιπλά του και να τελειοποιεί τη διακόσμηση περιμένοντας την επόμενη μετακόμιση. Οι παραγκουπόλεις αρκετών μεγαλουπόλεων είναι οι τελευταίοι ζωντανοί τόποι, βιώσιμοι και, χωρίς να προκαλεί έκπληξη, επίσης, οι τόποι οι πιο θνητοί. Είναι η αντίθετη όψη του ηλεκτρονικού ντεκόρ της παγκόσμιας μητρόπολης. Οι πόλεις-υπνωτήρια των βόρειων προαστίων του Παρισίου, εγκαταλειμμένες από μικροαστούς που έφυγαν για να μπορούν να πηγαίνουν κυνήγι δίπλα στις βίλες τους, ξαναζωντανεμένες από τη μαζική ανεργία, ακτινοβολούν, ήδη, πιο έντονα από το Καρτιέ Λατέν [51]. Τόσο με τις λέξεις όσο και με τη φωτιά.

Η πυρκαγιά του νοέμβρη του 2005 δε γεννιέται από την ακραία αποστέρηση, όπως μακρηγορούν, αλλά το αντίθετο, από την πλήρη κατοχή ενός εδάφους. Μπορεί κανείς να καίει αυτοκίνητα γιατί του σπάνε τα νεύρα, αλλά για να εξαπλώνεται η ανταρσία για έναν ολόκληρο μήνα και να αναχαιτίζονται σταθερά οι προσπάθειες της αστυνομίας, πρέπει να ξέρει κανείς να οργανώνεται, πρέπει έχει γύρω του πολλούς που συμμετέχουν, πρέπει να γνωρίζει στην εντέλεια το έδαφος και να μοιράζεται μια κοινή γλώσσα κι έναν κοινό εχθρό. Τα χιλιόμετρα κι οι εβδομάδες δεν εμπόδισαν την εξάπλωση της φωτιάς. Στους πρώτους εμπρηστές απάντησαν άλλοι, σε μέρη όπου το κανείς δεν το περίμενε. Οι ψίθυροι δεν κρυφακούγονται.

Η μητρόπολη είναι το έδαφος μιας αδιάκοπης σύγκρουσης χαμηλής έντασης, στην οποία η κατάληψη της Βασσόρας [52], του Μογνατίσου [53], της Ναμπλούς [54] αποτελούν σημεία κλιμάκωσης. Η πόλη αποτελούσε για τους στρατιωτικούς εδώ και πάρα πολλά χρόνια ένα πεδίο που απέφευγαν, ή στην καλύτερη, που το πολιορκούσαν· η μητρόπολη είναι από κάθε άποψη συμβατή με τον πόλεμο. Η πολεμική σύγκρουση δεν είναι παρά μια στιγμή της διαρκούς της αναδιαμόρφωσης. Οι μάχες που διεξάγονται από τις μεγάλες δυνάμεις μοιάζουν με μια δουλειά της αστυνομίας που γίνεται ξανά και ξανά μέσα στις τρύπες της μητρόπολης – “είτε στη Μπουρκίνα Φάσο [55], στο νότιο Μπρονξ [56], στο Καμαγκασάκι [57], στην Τσιάπας [58] ή στη Κουρνέβ [59]. Οι “παρεμβάσεις” δεν αποβλέπουν στην νίκη, ούτε βέβαια στην αποκατάσταση της τάξης και της ειρήνης, αλλά στην εξακολούθηση μιας επιχείρησης επιβολής όρων ασφάλειας, που είναι ήδη και διαρκώς επί τω έργω. Ο πόλεμος δεν είναι απομονώσιμος μέσα στο χρόνο, αλλά διαθλάται σε μια σειρά από μικρο-επιχειρήσεις, στρατιωτικές και αστυνομικές, για το στέριωμα της ασφάλειας.

Η αστυνομία και ο στρατός αλληλοπροσαρμόζονται κινούμενοι σε παράλληλες τροχιές και βήμα προς βήμα. Ένας εγκληματολόγος ζητά από τα CRS να οργανώνονται σε μικρές ευκίνητες και με υψηλό βαθμό επαγγελματισμού μονάδες. Ο στρατιωτικός θεσμός, λίκνο των πειθαρχικών μεθόδων, επανεξετάζει την ιεραρχική του οργάνωση. Ένας αξιωματικός του ΝΑΤΟ εφαρμόζει, για το τάγμα του πυροβολικού του, μια “συμμετοχική μέθοδο που εμπλέκει τον καθένα στην ανάλυση, την προετοιμασία, την εκτέλεση και την αξιολόγηση μιας δράσης. Το πλάνο συζητείται και ξανασυζητείται για μέρες, κατά τη διάρκεια της άσκησης και σύμφωνα με τις τελευταίες πληροφορίες που λαμβάνουμε [...] Τίποτα καλύτερο για να αυξηθούν η συνοχή και τα κίνητρα προσωπικής εμπλοκής από ένα σχέδιο επεξεργασμένο από κοινού”.

Οι στρατιωτικές δυνάμεις δεν προσαρμόζονται στη μητρόπολη μοναχά, αλλά της δίνουν σχήμα. Έτσι οι ισραηλινοί στρατιώτες, από τη μάχη στη Ναμπλούς, μετατράπηκαν σε αρχιτέκτονες εσωτερικού χώρου. Αναγκασμένοι από παλαιστινιακό αντάρτικο να εγκαταλείψουν τους δρόμους, εκτεθειμένοι σε μεγάλο κίνδυνο, μαθαίνουν να προωθούνται κάθετα και οριζόντια στον πυρήνα των αστικών κατασκευών, τρυπώντας τοίχους και ταβάνια για να κινηθούν. Ένας αξιωματικός των ισραηλινών δυνάμεων άμυνας, πτυχιούχος φιλοσοφικής, εξηγεί: “Ο εχθρός ερμηνεύει το χώρο με έναν κλασικό τρόπο, παραδοσιακό και εγώ αρνούμαι να ακολουθήσω την ερμηνεία του και να πέσω στις παγίδες του. [...] Επιθυμώ να τον ξαφνιάσω! Ιδού η ουσία του πολέμου. Πρέπει να κερδίσω [...] Ιδού: επέλεξα τη μεθοδολογία που μου επιτρέπει να διασχίζω τους τοίχους… Όπως ένα σκουλήκι που προωθείται τρώγοντας ό,τι βρίσκεται μπροστά στο δρόμο του”. Το αστικό είναι κάτι περισσότερο από το θέατρο της αναμέτρησης, είναι το μέσο. Και δε θα μπορούσαμε να μην ανακαλέσουμε στη μνήμη μας τα συμβούλια του Μπλανκί, αυτή τη φορά για το κόμμα της εξέγερσης, το οποίο συνιστούσε στους μελλοντικούς εξεγερμένους του Παρισίου, να πάρουν τα σπίτια στους δρόμους με οδοφράγματα για να προστατεύσουν τις θέσεις τους, να ανοίξουν περάσματα στους τοίχους ώστε να τους κάνουν να επικοινωνούν, να ισοπεδώσουν τις σκάλες των ισογείων και να τρυπήσουν τα ταβάνια ώστε να αμυνθούν σε μια ενδεχόμενη εφόρμηση, να ξηλώσουν τις πόρτες για να σφραγίσουν μ’ αυτές τα παράθυρα και να βάλουν ένα πόστο πυροβολικού σε κάθε όροφο.

Η μητρόπολη δεν είναι παρά αυτός ο αστικοποιημένος σωρός, αυτό το τελειωτικό τρακάρισμα της πόλης και της υπαίθρου, είναι το ίδιο μια ροή ανθρώπων και πραγμάτων. Ένα ρεύμα που περνάει από ένα ολόκληρο δίκτυο οπτικών ινών, γραμμών του TGV [60], δορυφόρων, καμερών επιτήρησης για να μη σταματήσει ποτέ αυτός ο κόσμος να τρέχει προς την καταστροφή του. Ένα ρεύμα που θα ήθελε να τα πάρει όλα μαζί του στην απέλπιδη κινητικότητά του, που κινητοποιεί τον καθένα. Όπου βομβαρδίζεται κανείς με πληροφορίες όπως από εχθρικές δυνάμεις. Όπου το μόνο που μένει είναι να τρέχεις. Όπου γίνεται δύσκολο να περιμένεις, ακόμα και για το νιοστό συρμό του μετρό.

Ο πολλαπλασιασμός των μέσων μετακίνησης και επικοινωνίας μας ξεριζώνει χωρίς ανάπαυλα από το εδώ και το τώρα, μέσω του πειρασμού να είμαστε πάντα αλλού. Παίρνεις το TGV, το RAR [61], ένα τηλέφωνο, για να είσαι ήδη εκεί. Αυτή η κινητικότητα δεν περιλαμβάνει παρά ξερίζωμα, απομόνωση, εξορία. Και θα ήταν ανυπόφορη για τον καθένα, εάν δεν ήταν πάντα κινητικότητα του ιδιωτικού χώρου, του φορητού “εσωτερικού”. Η ιδιωτική φυσαλίδα δεν σπάει, αρχίζει να επιπλέει. Δεν πρόκειται για το τέλος του κλεισίματος στο κουκούλι, είναι απλά η θέση του σε κίνηση. Από έναν σταθμό, από ένα εμπορικό κέντρο, από μια επενδυτική τράπεζα, από το ένα ξενοδοχείο στο άλλο, παντού αυτή η αποξένωση, τόσο κοινή, τόσο γνωστή, που έχει τη δική της θέση στην πιο στενή οικειότητα. Η πολυτέλεια της μητρόπολης είναι αυτό το τυχαίο ζύμωμα προσδιορισμένων περιβαλλόντων που τείνουν να ανασυνδυάζονται απροσδιόριστα. Τα κέντρα των πόλεων δεν προσφέρονται σ’ αυτήν ως ταυτόσημοι τόποι αλλά σαν αυθεντικές προσφορές περιβαλλόντων, μεταξύ των οποίων εξελισσόμαστε, επιλέγοντας τη μία, αφήνοντας την άλλη, με βάση τα γούστα ενός είδους υπαρξιακού shopping ανάμεσα στα στυλ των μπαρς, των ανθρώπων, των designs ή ανάμεσα στις playlists ενός ipod. “Με το mp3 μου είμαι ο αφέντης του κόσμου μου”. Για να επιβιώσει κανείς στην ομοιομορφία που μας περιβάλλει, η μόνη λύση είναι να ανασυγκροτεί χωρίς σταματημό τον εσωτερικό του κόσμο, όπως ένα παιδί που ξαναστήνει παντού το ίδιο δεντρόσπιτο. Όπως ο Ροβινσώνας αναπαρήγαγε το σύμπαν του μπακάλη στο ερημονήσι, είναι σαν το ερημονήσι μας ο πολιτισμός ο ίδιος και χιλιάδες από μας αποβιβάζονται σ’ αυτό χωρίς σταματημό.

Ακριβώς επειδή υπάρχει αυτή η φλου αρχιτεκτονική, η μητρόπολη είναι μια από τις πιο ευάλωτες ανθρώπινες συγκροτήσεις που έχουν υπάρξει ποτέ. Ευέλικτη, ευφυής αλλά ευάλωτη. Ένα βάρβαρο κλείσιμο των συνόρων λόγω λυσσαλέας επιδημίας, μια οποιαδήποτε έλλειψη σε μια προμήθεια ζωτική, ένα οργανωμένο μπλοκάρισμα των αξόνων συγκοινωνίας και τότε καταρρέει ολόκληρο το ντεκόρ, που δεν κατορθώνει πλέον να κρύψει τις σκηνές της σφαγής που το στοιχειώνουν κάθε στιγμή. Αυτός ο κόσμος δεν θα έτρεχε τόσο γρήγορα αν δεν ήταν διαρκώς διωκόμενος από την εγγύτητα της κατάρρευσής του.

Η δικτυακή της δομή, όλες οι τεχνολογικές υποδομές των κόμβων και των συνδέσεων, η αποκεντρωμένη αρχιτεκτονική της θα ήθελαν να προσφέρουν καταφύγιο στη μητρόπολη από τις αναπόφευκτες δυσλειτουργίες της. Το Internet οφείλει να αντέξει μια πυρηνική επίθεση. Ο μόνιμος έλεγχος των ροών πληροφοριών, ανθρώπων κι εμπορευμάτων οφείλει να εξασφαλίσει την μητροπολιτική κινητικότητα, την ανιχνευσιμότητα, να βεβαιώσει ότι ποτέ δεν λείπει μια παλέτα από το στοκ των εμπορευμάτων, ότι δεν μπορεί να βρει κανείς ποτέ ένα κλεμμένο χαρτονόμισμα μέσα στο κατάστημα, έναν τρομοκράτη μέσα στο αεροπλάνο. Χάρη σε έναν κοριό RFID [62], ένα βιομετρικό διαβατήριο, ένα δείκτη DNA.

Όμως η μητρόπολη παράγει επίσης τα μέσα για τη δική της καταστοφή. Ένας αμερικανός ειδικός της ασφάλειας αποδίδει την ήττα στο Ιράκ στην ικανότητα των ανταρτών να ωφελούνται από τους καινούριους τρόπους επικοινωνίας. Με την εισβολή τους τα Ηνωμένα Έθνη δεν εισήγαγαν τόσο τη δημοκρατία όσο τα κυβερνητικά δίκτυα. Έφεραν μαζί τους το ένα από τα όπλα της ήττας τους. Ο πολλαπλασιασμός των κινητών τηλεφώνων και των σημείων πρόσβασης στο Internet παρείχε στους αντάρτες ανήκουστα μέσα για να οργανώνονται και για να κάνουν τους εαυτούς τους τόσο δύσκολο στόχο.

Κάθε δίκτυο με τα αδύναμα σημεία του, τους κόμπους που πρέπει να λύσεις για να σταματήσει η κυκλοφορία, για να διαρραγεί εσωτερικά το πλέγμα του. Η τελευταία μεγάλη διακοπή του ηλεκτρικού ρεύματος στην ευρώπη το έδειξε: θα αρκέσει ένα συμβάν σε μια γραμμή υψηλής τάσης για να βυθίσει στο σκοτάδι ένα μεγάλο μέρος της ηπείρου. Η πρώτη κίνηση για να ξεπηδήσει κάτι τέτοιο στο μέσον της μητρόπολης , για να γίνουν κι άλλα τέτοια δυνατά, είναι το σταμάτημα του αεικίνητού [63] της. Είναι αυτό που έχουν καταλάβει οι εξεγερμένοι ταϊλανδοί που κατέστρεψαν τα ηλεκτρικά ρελέ. Είναι αυτό που κατάλαβε το αντι-CPE [64] κίνημα, που μπλόκαρε τα πανεπιστήμια για να προσπαθήσει στη συνέχεια να μπλοκάρει την οικονομία. Είναι επίσης αυτό που κατάλαβαν οι αμερικανοί ναυτεργάτες σε απεργία τον οκτώβρη του 2002 για την διατήρηση τριακοσίων θέσεων εργασίας, που μπλόκαραν για δέκα μέρες τα κύρια λιμάνια της Δυτικής ακτής. Η αμερικάνικη οικονομία είναι τόσο εξαρτημένη από ροές με αφετηρία που εκτείνεται ως την Ασία, που το κόστος του μπλοκαρίσματος ανερχόταν σε ένα δισεκατομμύριο ευρώ την μέρα. Δέκα χιλιάδες άνθρωποι μπόρεσαν να κλονίσουν την πιο μεγάλη οικονομική δύναμη στον κόσμο. Για κάποιους “ειδικούς”, αν το κίνημα παρατεινόταν για ένα μήνα ακόμα, θα μας είχε οδηγήσει σε μια επιστροφή στην ύφεση στα Ηνωμένα Έθνη και σε έναν οικονομικό εφιάλτη για την νοτιοανατολική Ασία.

Πέμπτος κύκλος – “Λιγότερα αγαθά, περισσότεροι σύνδεσμοι”

Τριάντα χρόνια μαζικής ανεργίας, “κρίσης”, αστείας ανάπτυξης και θέλουν ακόμα να μας κάνουν να πιστέψουμε στην οικονομία. Τριάντα χρόνια τονισμένα,είναι αλήθεια, από κάποια διαλείμματα ψευδαίσθησης: το διάλειμμα 1981-1983, ψευδαίσθηση ότι μια κυβέρνηση της αριστεράς θα μπορούσε να φέρει την ευτυχία στο λαό· το διάλειμμα των ετών της κονόμας (1986-89), όπου θα γινόμασταν όλοι πλούσιοι, επιχειρηματίες και χρηματιστές· το διάλειμμα του Internet (1998-2001), όπου θα βρίσκαμε όλοι μια virtual εργασία μένωντας καλωδιωμένοι, όπου η Γαλλία πολύχρωμη αλλά μία, πολυπολιτισμική και καλλιεργημένη, θα έπαιρνε όλα τα παγκόσμια πρωταθλήματα. Αλλά κοίτα μας, έχουμε ξοδέψει όλα τα αποθέματα ψευδαισθήσεων, έχουμε πιάσει πάτο, είμαστε στην στέγνα, ακόμα κι αν το κρύβουμε.

Αναγκαστικά το έχει καταλάβει κανείς: δεν είναι η οικονομία που είναι σε κρίση, είναι η οικονομία που είναι η κρίση· δεν είναι η δουλειά που μας λείπει, είναι που έχει πάρα πολύ δουλειά· αν το καλοζυγίσουμε, δεν είναι η κρίση, είναι η ανάπτυξη που μας καταπιέζει. Πρέπει να το ομολογήσουμε: η λιτανεία των δεικτών του Χρηματιστηρίου μας αγγίζει όσο και μια προσευχή της ενορίας στα λατινικά. Ευτυχώς για μας, είμαστε μπόλικοι όσοι έχουμε καταλήξει σ’ αυτό το συμπέρασμα. Δε μιλάμε για όλους εκείνους που ζουν από διάφορες μικροκλοπές, από το παράνομο εμπόριο κάθε είδους, ή αυτούς που είναι στην πρόνοια εδώ και δέκα χρόνια [65]. Ούτε για εκείνους που δεν κατορθώνουν πλέον να ταυτιστούν με τη δουλειά τους και κρατούν το απόθεμά τους για τον ελεύθερό τους χρόνο. Ούτε για όλους εκείνους τους κλειδωμένους, τους κρυμμένους που παίζουν τον ελάχιστο ρόλο αλλά αποτελούν ένα μέγιστο. Ούτε για όλους εκείνους που τους χτυπά αυτή η παράξενη μαζική αδιαφορία, που έρχεται ακόμα να τονίσει το παράδειγμα των συνταξιούχων και την κυνική υπερεκμετάλλευση μιας ελαστικοποιημένης εργατικής δύναμης. Δε μιλάμε για αυτούς, οι οποίοι ωστόσο οφείλουν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο να φτάσουν σε ένα κοντινό συμπέρασμα.

Αυτό για το οποίο μιλάμε, είναι όλες αυτές οι χώρες, αυτές οι ήπειροι ολόκληρες που έχουν χάσει την οικονομική πίστη για να έχουν δει να περνάει με απώλειες και πάταγο το Boeing του ΔΝΤ, για να έχει πάρει το αυτί τους την Παγκόσμια Τράπεζα. Εκεί δεν υπάρχει τίποτα που να θυμίζει αυτή την κρίση των επαγγελμάτων που υφίσταται πλαδαρά, στην Δύση, η οικονομία. Αυτό περί του οποίου πρόκειται στη Γουινέα, τη Ρωσία, την Αργεντινή, τη Βολιβία, είναι μια βίαιη και διαρκής απομυθοποίηση αυτής της θρησκείας και του κλήρου της. “Τι είναι χίλιοι οικονομολόγοι του ΔΝΤ που κείτονται στο βυθό της θάλασσας; Μια καλή αρχή”, αστειεύονται στην Παγκόσμια Τράπεζα. Ρώσικο χωρατό: “Δύο οικονομολόγοι συναντιούνται. Ρωτάει ο ένας τον άλλον: “Καταλαβαίνεις τι συμβαίνει;” Και ο άλλος απαντά: “ Κάτσε, θα σου εξηγήσω.” “Όχι, όχι, του απαντά ο πρώτος, δεν είναι δύσκολες οι εξηγήσεις, κι εγώ οικονομολόγος είμαι. Όχι, αυτό που σε ρωτάω είναι: καταλαβαίνεις;”. Κι ο κλήρος [των οικονομικών] ο ίδιος υποκρίνεται κατά τμήματά του ότι μπαίνει σε διαφωνίες και ασκεί κριτική στο δόγμα. Το τελευταίο λίγο ζωντανό ρεύμα της υποτιθέμενης “οικονομικής επιστήμης” – ρεύμα που ονομάζεται χωρίς χιούμορ η “μη αυτιστική οικονομία” – έχει κάνει επάγγελμα, ήδη, το να διαλύει τους σφετερισμούς, τα κόλπα στα χαρτιά, τους νοθευμένους δείκτες μιας επιστήμης της οποίας μοναδικός ρόλος είναι να φέρει το αρτοφόριο κατά τα παραληρήματα των κυριάρχων, να περιβάλλει με ολίγον από τελετουργία τα καλέσματά τους για καθυπόταξη και τέλος, όπως ανέκαθεν κάνουν οι θρησκείες, να παρέχει εξηγήσεις. Διότι η γενική δυστυχία σταματάει να γίνεται υποφερτή από τη στιγμή που εμφανίζεται σαν αυτό που είναι: χωρίς αιτία ούτε λογική.

Τα λεφτά δεν χαίρουν πλέον κανενός σεβασμού, ούτε από αυτούς που τα έχουν, ούτε από αυτούς που τα στερούνται. Είκοσι τοις εκατό των γερμανών νέων, όταν τους ρωτούν τι θέλουν να κάνουν πιο μετά στη ζωή τους, απαντούν “καλλιτέχνες”. Η εργασία δεν υπομένεται σαν ένα δεδομένο της ανθρώπινης ζωής. Ο λογιστικός έλεγχος των εταιριών ομολογεί ότι δεν γνωρίζει πού γεννιέται η αξία. Η κακή φήμη της αγοράς θα είχε δικαιώσει τον εαυτό της εδώ και μια γεμάτη δεκαετία, χωρίς την οργή και τα ανεξάντλητα μέσα των απολογητών της. Η πρόοδος, στην καθομιλουμένη έννοια της, έχει γίνει παντού συνώνυμο της καταστροφής. Όλα στον κόσμο της οικονομίας δραπετεύουν, όπως όλα δραπέτευαν στην ΕΣΣΔ την εποχή του Αντρόποβ [66]. Όποιος ρίξει μια ματιά στα τελευταία χρόνια της ΕΣΣΔ, θα ακούσει χωρίς δυσκολία σ’ όλες τις κλήσεις των κυβερνώντων μας για εθελοντισμό, σ’ όλες τις εφορμήσεις για ένα μέλλον του οποίου τα ίχνη έχουμε χάσει, σ’ όλες αυτές τις ομολογίες πίστης στη “μεταρρύθμιση” των πάντων και του οτιδήποτε, τα πρώτα ραγίσματα στο οικοδόμημα του Τείχους. Η κατάρρευση του σοσιαλιστικού μπλοκ δεν έχει εγκαθιδρύσει τον θρίαμβο του καπιταλισμού, αλλά μόνο επιβεβαιώσει την αποτυχία μιας από τις μορφές του. Εξάλλου, η θανάτωση της ΕΣΣΔ δεν ήταν το αποτέλεσμα ενός λαού σε εξέγερση αλλά μιας νομενκλατούρας σε εκ νέου μετατροπή. Διακηρύσσοντας το τέλος του σοσιαλισμού, μια φράξια της κυβερνώσας τάξης απαλλάχτηκε προπάντων από όλες τις αναχρονιστικές υποχρεώσεις που τη συνέδεαν με το λαό. Πήρε τον ιδιωτικό έλεγχο αυτού που ήδη έλεγχε αλλά στο όνομα όλων. “Όσο παριστάνουν ότι μας πληρώνουν, ας κάνουμε ότι δουλεύουμε”, έλεγαν στις βιομηχανίες. “Και ποιος νοιάζεται, ας σταματήσουμε να το παριστάνουμε!” απάντησε η ολιγαρχία. Στους μεν οι πρώτες ύλες, οι βιομηχανικές υποδομές, το στρατοβιομηχανικό σύμπλεγμα, οι τράπεζες, τα μαγαζιά της νύχτας, στους δε η δυστυχία ή η μετανάστευση. Όπως δεν πίστευαν πια στην ΕΣΣΔ υπό τον Αντρόποβ, έτσι δεν πιστεύουν πια στη Γαλλία, μέσα στις αίθουσες συναθροίσεων, μέσα στα ατελιέ, στα γραφεία. “Και ποιος νοιάζεται!” απαντούν αφεντικά και κυβερνώντες, που δεν κάνουν πια καν τον κόπο να μαλακώσουν “τους σκληρούς νόμους της οικονομίας”, μετεγκαθιστούν μια βιομηχανία εν τω μέσω της νυκτός για να ανακοινώσουν στο προσωπικό τις μικρές ώρες το κλείσιμό της και δεν διστάζουν να στείλουν το GIGN [67], για να σταματήσουν μια απεργία – όπως αυτό έγινε στην περίπτωση της SNCM [68] ή κατά τη διάρκεια της κατάληψης, το προηγούμενο έτος, ενός κέντρου διανομής στη Ρεν. Ολόκληρη η δολοφονική δραστηριότητα της σύγχρονης εξουσίας συνίσταται στο να διαχειριστεί αυτήν την καταστροφή από τη μία πλευρά, και από την άλλη στο να θέσει τις βάσεις μιας “νέας οικονομίας”.

Είμαστε ωστόσο κομμένοι και ραμμένοι στα μέτρα της οικονομίας. Εδώ και γενιές ολόκληρες μας πειθαρχούν, μας εξημερώνουν, έχουν φτιάξει από εμάς υποκείμενα, παραγωγικά από τη φύση μας, χαρούμενα να καταναλώνουν. Και να που αποκαλύπτονται όλα αυτά που προσπάθησαν να μας κάνουν να ξεχάσουμε: ότι η οικονομία είναι μια πολιτική. Κι ότι αυτή η πολιτική, σήμερα, είναι μια πολιτική επιλογής στους κόλπους μιας ανθρωπότητας που έχει γίνει, στη μαζικότητά της, περιττή. Από τον Κολμπέρ69 στον Ντε Γκωλ περνώντας από τον Ναπολέοντα τον 3ο [70], το Κράτος αντιλαμβανόταν πάντα την οικονομία ως πολιτική, όχι λιγότερο από την μπουρζουαζία, που έβγαζε απ’ αυτήν κέρδος, και από τους προλετάριους, με την οποία ήταν αντιμέτωποι. Υπάρχει επίσης κι αυτό το παράξενο ενδιάμεσο πληθυσμιακό στρώμα, αυτό το περίεργο χωρίς ισχύ πρόσμιγμα αυτών που δεν παίρνουν μέρος, οι μικροαστοί, που μοιάζουν πάντα να καταλαβαίνουν την οικονομία σαν πραγματικότητα – γιατί μ’ αυτόν τον τρόπο διατηρείται η ουδετερότητά τους. Μικρέμποροι, μικροαφεντικά, μικροαξιωματούχοι, στελέχη, καθηγητές, δημοσιογράφοι, ενδιάμεσοι κάθε είδους σχηματίζουν στη Γαλλία αυτήν τη μη-τάξη, αυτόν τον κοινωνικό ζελέ τον συντεθειμένο από τη μάζα εκείνων που θα επιθυμούσαν να περάσουν τη μικρή τους ιδιωτική ζωούλα στο περιθώριο της Ιστορίας και των ταραχών της. Αυτός ο βάλτος είναι από προδιάθεση ο πρωταθλητής της ψευδούς συνείδησης, έτοιμος για όλα προκειμένου να κρατήσει, μέσα στον ημιλήθαργό του, τα μάτια του κλειστά στον πόλεμο που μαίνεται γύρω του. Κάθε διάνοιξη των οριζόντων τους σημαδεύεται στη Γαλλία κι από μια νέα ιδιοτροπία. Κατά τη διάρκεια των δέκα τελευταίων ετών έφτιαξε η ATTAC [71] με τον απίθανο φόρο Tobin της – του οποίου η καθιέρωση δε θα προϋπέθετε τίποτα λιγότερο από τη δημιουργία μιας παγκόσμιας κυβέρνησης – τη δική της απολογία της “πραγματικής οικονομίας” ενάντια στις οικονομικές αγορές και τη συγκινητική της νοσταλγία του Κράτους. Η κωμωδία θα διαρκέσει όσο διαρκέσει αλλά θα τελειώσει σε μια ξέπνοη μασκαράτα. Η μια ιδιοτροπία αντικαθιστά την άλλη, ιδού και η αποανάπτυξη. Αν η ATTAC με τα μαθήματά της λαϊκής εκπαίδευσης προσπάθησε να σώσει την οικονομία ως επιστήμη, η αποανάπτυξη ισχυρίζεται, η ίδια, ότι την σώνει ως ηθική. Μια μόνο εναλλακτική στην ερχόμενη αποκάλυψη, να αποαναπτυχθούμε. Να καταναλώνουμε και να παράγουμε λιγότερα. Να γίνουμε χαρούμενα λιτοί. Να τρώμε βιολογικά, να μετακινούμαστε με ποδήλατο, να σταματάμε το κάπνισμα και να ελέγχουμε εξονυχιστικά τα προϊόντα που αγοράζουμε. Να ικανοποιούμαστε με το αυστηρά απαραίτητο. Εθελοντική απλότητα. “Να ξανα-ανακαλύψουμε τον πραγματικό πλούτο στην άνθιση των συμποσιακών κοινωνικών σχέσεων μέσα σ’ έναν υγιή κόσμο”. “Να μην εξαντλούμε το φυσικό μας κεφάλαιο”. Να πάμε προς μια “υγιή οικονομία”. “Να αποφύγουμε τη ρύθμιση μέσω του χάους”. “Να μη δημιουργούμε κοινωνική κρίση θέτοντας ξανά υπό αμφισβήτηση τη δημοκρατία και τον ανθρωπισμό”. Σύντομα: να γίνουμε οικονόμοι. Να επιστρέψουμε στην οικονομία του μπαμπά, στην εποχή του χρυσού ή των μικροαστών: στα χρόνια των 50s. “Όταν το άτομο γίνεται οικονόμος, η ιδιοκτησία του εκπληρώνει τέλεια τη λειτουργία της, η οποία έγκειται στο να του επιτρέπει να απολαμβάνει τη δική του ζωή προστατευμένη από τη δημόσια ύπαρξη ή μέσα στο ιδιωτικό της περίβολο”.

Ένας γραφίστας με χειροποίητο πουλόβερ πίνει ένα κοκτέιλ φρούτων, ανάμεσα σε φίλους, στη βεράντα ενός έθνικ καφέ. Ευφραδείς, εγκάρδιοι, αστειεύονται μετρημένα, δεν κάνουν ούτε πολύ θόρυβο ούτε πολλή σιωπή, κοιτιούνται χαμογελώντας, με κάποια ευδαιμονία: είναι τόσο πολιτισμένοι. Πιο μετά, οι μεν θα πάνε να σκαλίσουν το χώμα ενός κήπου της γειτονιάς ενώ οι άλλοι θα φύγουν για να κάνουν κεραμική, ζεν ή μια ταινία ανιμέισον. Κοινωνούν το δίκαιο αίσθημα ότι διαμορφώνουν μια καινούρια ανθρωπότητα, την πιο σοφή, την πιο ραφινάτη, την τελευταία. Κι έχουν δίκιο. Η Apple και η αποανάπτυξη συνεννοούνται περιέργως πάνω στο θέμα του πολιτισμού του μέλλοντος. Η ιδέα της επιστροφής στην πάλαι ποτέ οικονομία των μεν είναι η κατάλληλη ομίχλη πίσω από την οποία προωθείται η ιδέα του μεγάλου τεχνολογικού άλματος προς τα μπρος των δε. Διότι στην Ιστορία δεν υπάρχουν επιστροφές. Η παραίνεση για επιστροφή στο παρελθόν δεν εκφράζει παρά μια από τις μορφές της συνείδησης του καιρού μας, και σπάνια την λιγότερο μοντέρνα. Η αποανάπτυξη δεν είναι κατά τύχη το λάβαρο των διαφωνούντων διαφημιστών του περιοδικού Αdbusters. Οι επινοητές της μηδενικής ανάπτυξης – το κλαμπ της Ρώμης το 1972 – ήταν οι ίδιοι ένα γκρουπ βιομηχάνων και αξιωματούχων οι οποίοι στηρίζονταν σε μια σχέση με τους κυβερνητιστές του ΜΙΤ.

Αυτή η σύγκλιση δεν είναι τυχαία. Εγγράφεται στο εξαναγκασμένο βήμα για να βρεθεί μια ανακούφιση στην οικονομία. Ο καπιταλισμός αποσύνθεσε προς όφελός του όλα αυτά που συντηρούσαν κοινωνικούς δεσμούς, τώρα εισέρχεται στην εκ νέου ανοικοδόμησή τους πάνω στις δικές του βάσεις. Η σύγχρονη μητροπολιτική κοινωνικότητα είναι το εκκολαπτήριο για κάτι τέτοιο. Με τον ίδιο τρόπο αφάνισε τους φυσικούς κόσμους και εισέρχεται τώρα στην τρελή ιδέα να τους ανασυστήσει σαν ελεγχόμενα περιβάλλοντα, προικισμένα με επαρκείς αισθητήρες. Σ’ αυτήν την καινούρια ανθρωπότητα αντιστοιχεί μια καινούρια οικονομία, που θα επιθυμούσε να μην είναι πια μια διαχωρισμένη σφαίρα της ύπαρξης αλλά ο ιστός της, που θα ήθελε να είναι το υλικό των ανθρωπίνων σχέσεων· ένας καινούριος ορισμός της εργασίας σαν εργασία πάνω στον εαυτό, και του Κεφαλαίου σαν ανθρώπινο κεφάλαιο· μια καινούρια ιδέα της παραγωγής σαν παραγωγής των σχεσιακών αγαθών, και της κατανάλωσης σαν κατανάλωση καταστάσεων· και προπάντων μια καινούρια ιδέα της αξίας, η οποία θα εγκόλπωνε όλες τις ποιότητες των ανθρώπων. Αυτή η κυοφορούμενη “βιοοικονομία” αντιλαμβάνεται τον πλανήτη σαν ένα κλειστό σύστημα προς διαχείριση, και ισχυρίζεται ότι θέτει τις βάσεις για μια επιστήμη που ενσωματώνει όλες τις παραμέτρους της ζωής. Μια τέτοια επιστήμη θα μπορούσε να μας κάνει να νιώσουμε άσχημα κάποια μέρα για τις καλές εποχές των θριαμβευτών δεικτών, όταν παρίσταναν ότι μετράνε την ευτυχία του λαού στην αύξηση του ΑΕΠ, όμως κανείς δεν πίστευε ούτε στάλα σ’ αυτό.

“Να ανατιμήσουμε της μη-οικονομικές πλευρές της ζωής” είναι ένα σλόγκαν της αποανάπτυξης και ταυτόχρονα το πρόγραμμα αναμόρφωσης του καπιταλισμού. Οικο-χωριά, βιντεοκάμερες επιτήρησης, πνευματικότητα, βιοτεχνολογίες και εύρυθμη συνύπαρξη ανήκουν στο ίδιο “πολιτισμικό παράδειγμα” σε διαμόρφωση, εκείνο της ολοκληρωτικής οικονομίας που γεννάται από τη βάση. Η διανοητική του μήτρα δεν είναι άλλη από την κυβερνητική, την επιστήμη των συστημάτων, δηλαδή του ελέγχου τους. Για να επιβάλουν οριστικά την οικονομία, την ηθική της εργασίας της και την πλεονεξία της, έπρεπε καθ’ όλη την διάρκεια του 17ου αιώνα να φυλακίσουν και να εξαλείψουν την πανίδα των αργόσχολων, των ζητιάνων, των μάγων, των τρελών, των ηδονιστών και άλλων φτωχών περιπλανώμενων, μια ολόκληρη ανθρωπότητα που διέψευδε με μόνη την ύπαρξή της την τάξη του συμφέροντος και της εγκράτειας. Η καινούρια οικονομία δεν θα επιβληθεί χωρίς μια παρόμοια επιλογή των κατάλληλων υποκειμένων και ζωνών για τη μεταλλαγή. Το χάος που έχει τόσες φορές αναγγελθεί θα είναι η ευκαιρία για αυτό το ξεδιάλεγμα ή η νίκη μας πάνω σ’ αυτό το απεχθές σχέδιο.

Έκτος κύκλος


“Το περιβάλλον είναι μια βιομηχανική πρόκληση”

Η οικολογία είναι η ανακάλυψη της χρονιάς. Είναι τριάντα χρόνια, που την αφήσαμε στα χέρια των Πρασίνων, που γελάμε με χάχανα γι’ αυτήν την κυριακή, για να το παίξουμε ευαισθητοποιημένοι τη δευτέρα. Και να που τη βρίσκουμε πάλι μπροστά μας. Που εισβάλλει στα ραδιοκύματα σαν ένα μουσικό χιτάκι το καλοκαίρι, γιατί κάνει είκοσι βαθμούς μήνα Δεκέμβριο.

Ένα τέταρτο των ειδών ψαριών έχει εξαφανιστεί από τους ωκεανούς. Τα υπόλοιπα δεν πρόκειται να αντέξουν πολύ ακόμα.

Συναγερμός για την γρίπη των πτηνών: είπαν ότι θα εξουδετερώσουν στην πτήση τους τα μεταναστευτικά πουλιά, κατά εκατοντάδες χιλιάδες.

Το ποσοστό του υδραργύρου στο μητρικό γάλα είναι δέκα φορές υψηλότερο από το επιτρεπόμενο ποσοστό για το γάλα της αγελάδας. Και τα χείλη πρήζονται όταν δαγκώνω το μήλο – το αγόρασα ωστόσο στην αγορά. Οι πράξεις οι πιο απλές έχουν γίνει τοξικές. Πεθαίνει κανείς στα τριανταπέντε “από μια μακρόχρονη ασθένεια” που θα τη διαχειριστεί όπως διαχειρίζεται όλα τα άλλα. Θα έπρεπε να βγάλουμε συμπεράσματά προτού μας οδηγήσει ως εκεί, στην πτέρυγα Β του κέντρου ανακουφιστικής φροντίδας του νοσοκομείου.

Πρέπει να το ομολογήσουμε: όλη αυτή η “καταστροφή” για την οποία κάνουν τόσο θόρυβο, δε μας αγγίζει. Τουλάχιστον, όχι προτού μας χτυπήσει με μια από τις προβλέψιμες συνέπειές της. Μας αφορά ίσως αλλά δε μας αγγίζει. Κι ίσως μάλιστα εκεί να βρίσκεται η καταστροφή.

Δεν υπάρχει “περιβαλλοντική καταστροφή”. Υπάρχει αυτή η καταστροφή που είναι το περιβάλλον. Το περιβάλλον είναι αυτό που μένει στον άνθρωπο όταν τα έχει χάσει όλα. Αυτοί που κατοικούν σε μια γειτονιά, έναν δρόμο, ένα λιβάδι, ένα πεδίο μάχης, ένα ατελιέ – δεν έχουν “περιβάλλον”, εξελίσσονται σε έναν κόσμο κατοικημένο από παρουσίες, κινδύνους, φίλους, εχθρούς, σημεία ζωής και σημεία θανάτου, όντα κάθε είδους. Αυτός ο κόσμος έχει τη συνοχή του, η οποία ποικίλει αναλόγως της έντασης και της ποιότητας των δεσμών που μας συνδέουν με όλα αυτά τα όντα, με όλους αυτούς τους τόπους. Δεν υπάρχουμε παρά εμείς, παιδιά της τελικής αποστέρησης, εξόριστοι της τελευταίας ώρας – που έρχονται στον κόσμο μέσα σε κύβους από μπετόν, συλλέγουν φρούτα στα σουπερμάρκετ και παραμονεύουν για την ηχώ του κόσμου στην τηλεόραση – για να έχουμε ένα περιβάλλον. Δεν υπάρχουμε παρά εμείς για να συμβάλουμε στη δική μας συντριβή σαν να επρόκειτο για μια απλή αλλαγή ατμόσφαιρας. Για να εξοργιζόμαστε για τις τελευταίες προόδους της καταστροφής και να ενημερώνουμε υπομονετικά την εγκυκλοπαίδεια [72].

Αυτό που έχει πήξει σε ένα περιβάλλον, είναι μια σχέση με τον κόσμο που έχει θεμελιωθεί στη διαχείριση, δηλαδή στην αποξένωση. Μια σχέση με τον κόσμο τέτοια που δεν είμαστε φτιαγμένοι τόσο καλά από θροΐσματα δέντρων, μυρωδιές τηγανίσματος στην πολυκατοικία, κελάρυσμα του νερού, οχλαγωγία μαθημάτων στο σχολείο ή την υγρασία των βραδιών το καλοκαίρι, μια σχέση με τον κόσμο τέτοια που υπάρχει εγώ και το περιβάλλον μου, που με περιβάλλει χωρίς ποτέ να με συνιστά. Έχουμε γίνει γείτονες σε μια συνάθροιση πλανητικής συνιδιοκτησίας. Δύσκολα μπορεί να φανταστεί κανείς πιο πλήρη κόλαση.

Κανένα υλικό μέσον [73] δεν έχει υπάρξει ποτέ άξιο του ονόματος “περιβάλλον”, εκτός ίσως από την τωρινή μητρόπολη. Ψηφιοποιημένη φωνή των ηχητικών ανακοινώσεων, τραμ με σφύριγμα τόσο 21ου αιώνα, γαλαζωπό φως των λαμπτήρων του δρόμου με μορφή γιγαντιαίων σπίρτων, διαβάτες φτιασιδωμένοι σαν αποτυχημένα μοντέλα, σιωπηλή περιστροφή μιας βιντεοκάμερας επιτήρησης, αστείο κουδούνισμα των τερματικών του μετρό, των ταμείων του σουπερμάρκετ, των ρολογιών του γραφείου, ηλεκτρονική ατμόσφαιρα από ίντερνετ-καφέ, ξελόγιασμα από οθόνες πλάσμα, από λωρίδες υψηλής ταχύτητας και από λάτεξ. Ποτέ ντεκόρ δεν ταίριαζε τόσο καλά στις ψυχές που το διέσχιζαν. Ποτέ μέσον [74] δεν έγινε πιο αυτόματο. Ποτέ συμφραζόμενα δεν έγιναν πιο αδιάφορα και δεν απαίτησαν με τη σειρά τους, για να επιβιώσουν μέσα της, μια τόσο ισότιμη αδιαφορία. Το περιβάλλον, δεν είναι εν τέλει παρά αυτό: η σχέση με τον κόσμο που αντιστοιχεί στη μητρόπολη, η οποία προβάλλει τον εαυτό της σε όλα όσα του ξεφεύγουν.

Η κατάσταση είναι η εξής: προσέλαβαν τους πατεράδες μας για να καταστρέψουν αυτόν τον κόσμο, θέλουν τώρα να μας κάνουν να δουλέψουμε στην ανοικοδόμησή του, και να ‘ναι αυτή, για αντιστάθμισμα, κερδοφόρος. Η νοσηρή έξαψη που κινεί ήδη δημοσιογράφους και διαφημιστές για κάθε καινούρια απόδειξη της κλιματικής αναθέρμανσης αποκαλύπτει το ατσάλινο χαμόγελο του καινούριου πράσινου καπιταλισμού, εκείνου που αναγγέλθηκε από τα 70s ότι περιμένει στη γωνία και δεν ερχόταν. Και λοιπόν, να τος! Η οικολογία, είναι αυτός! Οι εναλλακτικές λύσεις, αυτός είναι πάλι! Η σωτηρία του πλανήτη, πάντα αυτός! Χωρίς καμία αμφιβολία: το χώμα βάφτηκε πράσινο· το περιβάλλον θα είναι ο άξονας της πολιτικής οικονομίας του 21ου αιώνα. Σε κάθε σπρωξιά του καταστροφισμού [75] αντιστοιχεί ήδη μια ιπτάμενη φυγή “βιομηχανικών λύσεων”.

Ο εφευρέτης της βόμβας υδρογόνου Edward Teller, προτείνει να κονιορτοποιηθούν εκατομμύρια τόνοι μεταλλικής σκόνης στην στρατόσφαιρα για να σταματήσει η κλιματική αναθέρμανση. Η NASA, απογοητευμένη που έπρεπε να καταχωνιάσει τη μεγάλη της ιδέα για την αντιπυραυλική ασπίδα στο μουσείο των φαντασμαγοριών του ψυχρού πολέμου, υπόσχεται την τοποθέτηση πλάι στην τροχιά της σελήνης ενός γιγάντιου καθρέφτη για να μας προστατεύει από τις ήδη ολέθριες ακτίνες του ηλίου. Άλλη όψη του μέλλοντος: μια ανθρωπότητα μηχανοκίνητη που τρέχει με βιοαιθανόλη από το Σάο Πάολο ως τη Στοκχόλμη: ένα όνειρο καλλιεργητή δημητριακών από την Beauce [76], που το μόνο που περιλαμβάνει σε τελική ανάλυση είναι η μετατροπή όλων των καλλιεργήσιμων γαιών σε χωράφια σόγιας και ζαχαρότευτλων. Οικολογικά αυτοκίνητα, καθαρές μορφές ενέργειας, περιβαλλοντική συμβουλευτική που συνυπάρχει χωρίς πρόβλημα με την τελευταία διαφήμιση της Chanel στην αλληλουχία των ιλουστρασιόν σελίδων των περιοδικών άποψης.

Είναι που το περιβάλλον καθεαυτό αξίζει χωρίς σύγκριση, μας λένε, να είναι το πρώτο παγκόσμιο πρόβλημα που τίθεται στην ανθρωπότητα. Ένα παγκόσμιο πρόβλημα, δηλαδή ένα πρόβλημα για το οποίο μόνοι εκείνοι που είναι οργανωμένοι σε παγκόσμιο επίπεδο μπορούν να συλλάβουν τη λύση. Κι αυτούς εκεί, τους γνωρίζουμε. Είναι οι ομάδες που εδώ και περίπου έναν αιώνα βρίσκονται στην εμπροσθοφυλακή της καταστροφής και υπολογίζουν βάσιμα να παραμείνουν, με το ελάχιστο τίμημα της αλλαγής λογότυπου. Το ότι η EDF [77] έχει την αναίδεια να μας ξανασερβίρει το πυρηνικό της πρόγραμμα σαν καινούρια λύση στην παγκόσμια ενεργειακή κρίση λέει αρκετά για το πόσο οι καινούριες λύσεις μοιάζουν στα παλιά προβλήματα.

Γραμματείς του Κράτους στις πίσω αίθουσες των εναλλακτικών καφέ, οι έγνοιες τους λέγονται ήδη με τα ίδια λόγια, που είναι εξάλλου τα ίδια όπως πάντοτε. Πρόκειται για το να κινητοποιούμαστε. Όχι για την ανοικοδόμηση, όπως στην μεταπολεμική εποχή, όχι για τους Αιθίοπες, όπως στα 80s, όχι για την απασχόληση, όπως στα 90s. Όχι, αυτήν τη φορά είναι για το περιβάλλον. Θα σας πει κι ευχαριστώ. Ο Al Gore, η οικολογία σε στυλ Ιλό [78] και η αποανάπτυξη τοποθετούνται στις πλευρές των αιώνιων μεγάλων ψυχών της Δημοκρατίας για να παίξουν το ρόλο της παρακίνησης του μικρού λαού της αριστεράς και του ιδεαλισμού για τον οποίο είναι γνωστή η νεολαία. Με στάνταρ την εθελοντική αυστηρότητα, εργάζονται εθελούσια για να μας κάνουν συμβατούς στο “κράτος έκτακτης οικολογικής ανάγκης που έρχεται”. Η στρογγυλή και γλοιώδης μάζα της ενοχής τους βαραίνει πάνω στους κουρασμένους ώμους μας και θα ήθελε να μας σπρώξει να καλλιεργούμε τον κήπο μας, να ταξινομούμε τα σκουπίδια μας, να κομποστοποιούμε βιολογικά τα υπόλοιπα της μακάβριας γιορτής στην και για την οποία έχουμε νταντευτεί.

Να διαχειριστούμε την έξοδο των πυρηνικών, το υπερβάλλον CO2 στην ατμόσφαιρα, την τήξη των πάγων, τους τυφώνες, τις επιδημίες, τον παγκόσμιο υπερπληθυσμό, τη διάβρωση του εδάφους, τη μαζική εξαφάνιση των ζώντων ειδών… ιδού ποιο θα ήταν το φορτίο μας. “Επαφίεται στον καθένα το να αλλάξει τη συμπεριφορά του” λένε, αν θέλει κανείς να σώσει το όμορφο πολιτισμικό μας μοντέλο. Πρέπει να καταναλώνουμε λιγότερο για να μπορούμε ακόμα να καταναλώνουμε. Να παράγουμε βιολογικά για να μπορούμε ακόμα να παράγουμε. Πρέπει να αυτοκυριαρχήσουμε για να μπορούμε ακόμα να κυριαρχούμε. Να πώς θέλουν να μας πείσουν να συμμετάσχουμε στις μεγάλες βιομηχανικές προκλήσεις του αιώνα που διανύουμε. Ζαλισμένοι όπως είμαστε, θα ήμασταν έτοιμοι να παραδοθούμε στα χέρια των ίδιων αυτών που ηγήθηκαν του πλιάτσικου, για να μας βγάλουν από αυτό.

Η οικολογία δεν είναι μοναχά η λογική της ολοκληρωτικής οικονομίας, είναι επίσης η καινούρια ηθική του κεφαλαίου. Η κατάσταση της εσωτερικής κρίσης του συστήματος και η σοβαρότητα της επιλογής καθ’ οδόν είναι τέτοιες που χρειάζεται εκ νέου ένα κριτήριο στο όνομα του οποίου να διενεργούνται οι σχετικές ταξινομήσεις. Η ιδέα της αρετής δεν υπήρξε ποτέ, από εποχή σε εποχή, κάτι άλλο από εφεύρεση της μοχθηρίας. Δε θα μπορούσε κανείς, χωρίς την οικολογία, να δικαιολογήσει την ύπαρξη σήμερα δύο αλυσίδων διατροφής, μια “υγιεινή και βιολογική” για τους πλούσιους και τα μικρά τους, την άλλη διαβόητα τοξική για την πλέμπα και τα βλαστάρια της, τα καταδικασμένα στην παχυσαρκία. Η πλανητική υπέρ-μπουρζουαζία δε θα ήξερε πώς να κάνει να περνάει για σεβάσμιος ο τρόπος ζωής της αν οι τελευταίες της ιδιοτροπίες δεν ήταν σχολαστικά “φιλικές προς το περιβάλλον”. Χωρίς την οικολογία, τίποτα δεν θα είχε ακόμα αρκετή αυθεντία ώστε να αποσιωπάται κάθε ένσταση στην υπέρμετρη προέλαση του ελέγχου.

Ανιχνευσιμότητα, διαφάνεια, πιστοποίηση, φόροι οικολογίας, περιβαλλοντική τελειότητα, αστυνομία του νερού αφήνουν να προαναγγελθεί η κατάσταση οικολογικής εξαίρεσης που ανακοινώνεται. Όλα είναι επιτρεπτά σε μια εξουσία που εξουσιοδοτείται από τη Φύση, την υγεία και την ευημερία.

“Μόλις η καινούρια κουλτούρα της οικονομίας και της συμπεριφοράς θα έχει περάσει στα ήθη, τα μέτρα εξαναγκασμού θα αχρηστευθούν χωρίς αμφιβολία από μόνα τους”. Χρειάζεται κανείς όλη την ψύχραιμη ξεφτίλα ενός αριβίστα τηλεοπτικών πάνελ για να υποστηρίξει μια προοπτική τόσο παγερή και ταυτόχρονα να μας καλεί να λυπηθούμε αρκετά για τον πλανήτη προκειμένου να κινητοποιηθούμε αλλά και να μείνουμε αρκετά αναίσθητοι προκειμένου να βοηθήσουμε σε όλα αυτά με αυτοσυγκράτηση και κοσμιότητα. Ο καινούριος βιολογικός ασκητισμός είναι ο αυτοέλεγχος που απαιτείται από όλους για να διαπραγματευτούμε τη διενέργεια της διάσωσης στα σημεία στα οποία το σύστημα έχει υποχρεωθεί το ίδιο να διασωθεί. Είναι στο όνομα της οικολογίας που θα πρέπει ήδη να σφίξουμε το ζωνάρι, όπως ήταν χθες στο όνομα της οικονομίας. Οι δρόμοι μπορούν βεβαίως να μεταμορφωθούν σε ποδηλατόδρομους, και μεις θα μπορούσαμε ίσως επίσης, αναλόγως του γεωγραφικού μας πλάτους, να αμειβόμαστε με ένα εγγυημένο εισόδημα, αλλά μόνο ως αντίτιμο μιας ύπαρξης καθ’ ολοκληρίαν υπό θεραπεία. Εκείνοι που ισχυρίζονται ότι ο γενικευμένος αυτοέλεγχος θα μας γλιτώσει από το να υποστούμε μια περιβαλλοντική δικτατορία, ψεύδονται: το ένα θα αποτελεί τη βάση για το άλλο, και θα έχουμε και τα δύο.

Όσο θα υπάρχει ο Άνθρωπος και το Περιβάλλον, θα βρίσκεται η αστυνομία μεταξύ τους.

Ολόκληρος ο οικολογικός λόγος χρήζει αντιστροφής. Εκεί που μιλάνε για “καταστροφές” για να σκιαγραφήσουν τα ολισθήματα του σύγχρονου συστήματος διαχείρισης των όντων και των πραγμάτων, δεν βλέπουμε παρά την καταστροφή της τόσο τέλειας λειτουργίας του. Το πιο μεγάλο κύμα λιμού έως τώρα γνωστό στην τροπική ζώνη (1876-1879) συμπίπτει με μια παγκόσμια ξηρασία, αλλά προπάντων με το απόγειο της αποικιοκρατίας. Η καταστροφή του αγροτικού κόσμου και των πρακτικών διαβίωσης εξαφάνισαν τα μέσα αντιμετώπισης των ελλείψεων. Περισσότερο από την έλλειψη του νερού, ήταν τα αποτελέσματα της σε πλήρη εξάπλωση αποικιακής οικονομίας που κάλυψαν όλη την τροπική ζώνη με εκατομμύρια αποστεωμένα πτώματα. Αυτό που παρουσιάζεται παντού σαν οικολογική καταστροφή δεν σταμάτησε ποτέ να είναι, σε πρώτο λόγο, η διακήρυξη μιας καταστροφικής σχέσης προς τον κόσμο. Το να μην κατοικούμε τίποτα μας κάνει ευάλωτους στο παραμικρό ρίγος του συστήματος, στον παραμικρό κλιματικό κίνδυνο. Ενώ πλησίαζε το τελευταίο τσουνάμι [79] κι οι τουρίστες συνέχιζαν να παιδιαρίζουν στα κύματα, οι κυνηγοί-τροφοσυλλέκτες των νησιών έσπευδαν να εγκαταλείψουν τις ακτές ακολουθώντας τα πουλιά. Το τωρινό παράδοξο της οικολογίας είναι ότι με πρόφαση τη σωτηρία της Γης, δε σώζει παρά τα θεμέλια αυτού που έφτιαξε έτσι τούτο το ακατοίκητο αστέρι.

Η κανονικότητα της παγκόσμιας λειτουργίας καλύπτει υπό κανονικές συνθήκες την εντελώς καταστροφική κατάσταση της αποστέρησής μας. Αυτό που ονομάζουν “καταστροφή” δεν είναι παρά η εξαναγκασμένη αναστολή αυτής της κατάστασης, η μια απ’ αυτές τις σπάνιες στιγμές όπου ξανακερδίζουμε κάποια παρουσία στον κόσμο. Ας φτάσουμε πιο νωρίς από το προβλεπόμενο στο τέλος των πετρελαϊκών αποθεμάτων, ας πάμε ολοταχώς για μεγάλες κοινωνικές απορυθμίσεις, ας συμβεί η “εξαγρίωση των πληθυσμών”, η “πλανητική απειλή”. Το “τέλος του πολιτισμού”! Οποιαδήποτε απώλεια ελέγχου είναι προτιμότερη από όλα αυτά τα σενάρια διαχείρισης της κρίσης. Οι καλύτερες συμβουλές, από τη στιγμή αυτή, δεν αναζητούνται από τη μεριά των ειδικών της αέναης ανάπτυξης. Ανάμεσα σε όσους υπέγραψαν τη συνθήκη του Κιότο, οι μόνες χώρες που μέχρι τις μέρες μας εκπληρούν τις δεσμεύσεις τους είναι, ίσως και παρά τις επιθυμίες τους, η Ουκρανία και η Ρουμανία. Φανταστείτε γιατί. Ο πιο προωθημένος πειραματισμός σε παγκόσμιο επίπεδο πάνω στις “βιολογικές” καλλιέργειες” εντοπίζεται από το 1989 στο νησί της Κούβας. Φανταστείτε γιατί. Είναι κατά μήκος των αφρικανικών δρόμων, και όχι αλλού που η μηχανολογία του αυτοκινήτου έχει ανέλθει στην κλάση της λαϊκής τέχνης. Φανταστείτε πώς.

Αυτό που κάνει την κρίση επιθυμητή, είναι ότι σ’ αυτήν το περιβάλλον σταματά να είναι περιβάλλον. Είμαστε υποχρεωμένοι να κάνουμε ξανά επαφή, κι ας είναι μοιραία, μ’ αυτό που είναι εκεί, να ξαναβρούμε τους ρυθμούς της πραγματικότητας. Αυτό που μας περιβάλλει δεν είναι πλέον τοπίο, πανόραμα, θέατρο, αλλά αντίθετα αυτό που μας έχει δοθεί για να κατοικούμε, με το οποίο θα πρέπει να συμφιλιωθούμε και για το οποίο μπορούμε να μάθουμε. Δε θα αφεθούμε να μας κλέψουν αυτοί που έχουν προκαλέσει τα πιθανά περιεχόμενα στην “καταστροφή”. Εκεί όπου οι διευθύνοντες αναρωτιούνται πλατωνικά πάνω στο πώς θα αναστρέψουν τα καυσαέρια “χωρίς να τινάξουν την μπάνκα στον αέρα”, δε βλέπουμε άλλη ρεαλιστική επιλογή από το να “τινάξουμε την μπάνκα στον αέρα” πιο σύντομα, και να αξιοποιήσουμε στο μέγιστο, ως το σημείο αυτό, κάθε κατάρρευση του συστήματος για να κερδίσουμε δύναμη.

Νέα Ορλεάνη, κάποιες μέρες μετά το πέρασμα του τυφώνα Κατρίνα. Σ΄αυτήν την ατμόσφαιρα αποκάλυψης, μια ζωή, εδώ κι εκεί, επανοργανώνεται. Μπροστά στην αδράνεια των δημόσιων αρχών, των απασχολημένων να καθαρίζουν τις τουριστικές γειτονιές του “Γαλλικού τετραγώνου” και να προστατεύουν εκεί τα καταστήματα να μην αποτελέσουν μέσα βοηθείας των φτωχών κατοίκων της πόλης, ξεχασμένες μορφές ξαναγεννιούνται. Παρά τις ρωμαλέες προσπάθειες να εκκενωθεί η ζώνη, παρά τις ομάδες “κυνηγιού των νέγρων” ενεργές για την περίσταση από σουπρεματιστικές μιλίτσιες, πολλοί δεν ήθελαν να εγκαταλείψουν το πεδίο. Γι’ αυτούς εκεί που αρνήθηκαν να εκτοπιστούν ως “περιβαλλοντικοί πρόσφυγες” στις τέσσερις γωνίες της χώρας και για εκείνους που, σχεδόν από παντού, αποφάσισαν αλληλέγγυα να ενωθούν μαζί τους στο κάλεσμα ενός παλιού Μαύρου Πάνθηρα, επανεμφανίζεται η απόδειξη της αυτο-οργάνωσης. Σε διάστημα λίγων εβδομάδων στήνεται στα πόδια της η Κλινική του Κοινού Εδάφους [80]. Αυτό το πραγματικό νοσοκομείο εκστρατείας παρέχει από τις πρώτες μέρες δωρεάν φροντίδα και διαρκώς πιο αναβαθμισμένη χάρη στην ασταμάτητη συρροή εθελοντών. Εδώ και έναν χρόνο τώρα, στην κλινική βρίσκεται η βάση της καθημερινής αντίστασης στην επιχείρηση να σβηστεί το παρελθόν [81] από τις μπουλντόζες της κυβέρνησης που σκοπεύουν να παραδώσουν όλη αυτή τη μεριά της πόλης στη νομή των κατασκευαστών. Λαϊκές κουζίνες, εφοδιασμός, ιατρική του δρόμου, άγριες επιτάξεις, κατασκευή προσωρινών κατοικιών: μια ολόκληρη πρακτική γνώση συσσωρευμένη από τους μεν και τους δε στο διάβα της ζωής βρήκε το χώρο της για να ξεδιπλωθεί. Μακριά από τις στολές και τις σειρήνες.

Όποιος γνωρίζει τη χαρά που έλειπε από αυτές τις γειτονιές της Νέας Ορλεάνης πριν την καταστροφή, την περιφρόνηση απέναντι στο Κράτους που κυριαρχούσε πρωτύτερα και την μαζική εφαρμογή της εφευρετικότητας που ξετυλίχτηκε, δεν θα εκπλαγεί που όλα αυτά έγιναν δυνατά. Όποιος, αντίθετα, βρεθεί πιασμένος στην καθημερινή αναιμία και τον ατομικισμό των οικιστικών ερήμων μας, θα μπορέσει να αμφιβάλει για το ότι υπάρχει μια τέτοια αποφασιστικότητα. Το να επανασυνδεθούμε με αυτές τις χειρονομίες τις θαμμένες κάτω από χρόνια κανονικοποιημένης ζωής είναι ωστόσο ο μόνος διαβατός δρόμος για να μην βυθιστούμε κι εμείς μαζί με τούτον τον κόσμο. Κι ας έρθει ο καιρός που θα τις αγαπήσουμε.


Έβδομος κύκλος


“Εδώ φτιάχνουμε έναν πολιτισμένο χώρο”

Η πρώτη παγκόσμια σφαγή, αυτή που, από το 1914 ως το 1918, επέτρεψε να ξεμπερδέψουν σε μια κίνηση με ένα μεγάλο κομμάτι του προλεταριάτου της υπαίθρου και των πόλεων, διεξήχθη στο όνομα της ελευθερίας, της δημοκρατίας και του πολιτισμού. Είναι, σε πρώτη όψη, στο όνομα των ίδιων αξιών που κυλάει εδώ και πέντε χρόνια στοχευμένων δολοφονιών σε ειδικές επιχειρήσεις, ο περίφημος “πόλεμος ενάντια στην τρομοκρατία”. Ο παραλληλισμός σταματά εκεί: στην πρώτη όψη. Ο πολιτισμός δεν είναι πια εκείνο το σαφές πράγμα που το μεταφέρει κανείς στους ιθαγενείς χωρίς άλλη μορφή διαδικασίας. Η ελευθερία δεν είναι πια αυτό το όνομα που το γράφει κανείς στους τοίχους, έτσι ακολουθούμενο που είναι, σαν από την σκιά του, από αυτό της “ασφάλειας”. Και η δημοκρατία είναι γενικά διαβόητη ότι έχει προσμιχθεί με τις πιο αμιγείς νομοθεσίες εξαίρεσης – για παράδειγμα, με την επίσημη επαναφορά των βασανιστηρίων στα Ηνωμένα Έθνη, ή τον νόμο Perben 2 [82] στη Γαλλία. Σε έναν αιώνα, η ελευθερία, η δημοκρατία και ο πολιτισμός έχουν οδηγηθεί ξανά στην κατάσταση των υποθέσεων. Όλη η εργασία των κυβερνώντων συνίσταται από εδώ και πέρα στο νοικοκύρεμα των υλικών και ηθικών, των συμβολικών και κοινωνικών συνθηκών, όπου αυτές οι υποθέσεις θα μοιάζουν επικυρωμένες, στη διαμόρφωση των χώρων όπου θα μοιάζουν ότι λειτουργούν. Ο σκοπός αυτός αγιάζει τα μέσα, στα οποία περιλαμβάνονται τα λιγότερο δημοκρατικά, τα λιγότερο πολιτισμένα, τα πιο χαρακτηριστικά της ασφάλειας. Είναι που μέσα σε έναν αιώνα η δημοκρατία ηγήθηκε στην εγκαθίδρυση φασιστικών καθεστώτων στον κόσμο, που ο πολιτισμός δεν έπαψε να φτιάχνει ρίμα, στις άριες του Βάγκνερ ή των Iron Maiden, με τον αφανισμό, και που η ελευθερία πήρε μια ημέρα του 1929 το διπλό πρόσωπο ενός τραπεζικού που βουτά από το παράθυρο και μιας οικογένειας εργατών που πεθαίνουν από την πείνα. Συμφωνεί κανείς ότι από – ας πούμε: από το 1945 – η χειραγώγηση των μαζών, η δραστηριότητα των μυστικών υπηρεσιών, ο περιορισμός των δημόσιων ελευθεριών και ολόκληρη η κυριαρχία των διαφορετικών αστυνομιών ανήκουν στα κατάλληλα μέσα για την εξασφάλιση της δημοκρατίας, της ελευθερίας και του πολιτισμού. Στο τελευταίο στάδιο αυτής της εξελικτικής πορείας έχουμε τον πρώτο σοσιαλιστή δήμαρχο του Παρισίου που βάζει έναν τελευταίο χεράκι στην αστική ειρήνευση, στην αστυνομική τακτοποίηση μιας λαϊκής γειτονιάς και εξηγείται με λέξεις προσεκτικά βαθμονομημένες: “Εδώ φτιάχνουμε έναν πολιτισμένο χώρο”. Δεν υπάρχει σ’ αυτά κάτι να επαναληφθεί, είναι όλα για καταστροφή.

Κάτω από τη γενικότητα που μοιάζει να τη χαρακτηρίζει, αυτό το ζήτημα του πολιτισμού καθόλου δεν είναι ένα φιλοσοφικό ζήτημα. Ένας πολιτισμός δεν είναι μια αφαίρεση που υπερίπταται της ζωής. Είναι εξίσου καλά αυτό που διέπει, επενδύει, αποικίζει την ύπαρξη την πιο καθημερινή, την πιο προσωπική. Είναι αυτός που δένει μαζί τη διάσταση την πιο εσωτερική και την πιο γενική. Στη Γαλλία, ο πολιτισμός είναι αδιαχώριστος από το Κράτος. Όσο περισσότερο ένα Κράτος είναι ισχυρό και παλαιό, τόσο λιγότερο είναι ένα εποικοδόμημα, ο εξωσκελετός μιας κοινωνίας, και τόσο περισσότερο είναι πράγματι η μορφή των υποκειμενικοτήτων που το εποικίζουν. Το γαλλικό Κράτος είναι το υφάδι το ίδιο των γαλλικών υποκειμενικοτήτων, η όψη που πήρε ο μακραίωνος ευνουχισμός των υποκειμένων του. Μετά από αυτά, δεν πρέπει να εκπλήσσεται κανείς που ο κόσμος στα ψυχιατρεία τόσο συχνά παραληρεί με αφετηρία φιγούρες της πολιτικής, που όλοι συμφωνούν στο να βλέπουν τους κυβερνώντες μας ως υπεύθυνους για όλα τα δεινά μας, που όλοι ευχαριστιούνται να γκρινιάζουν γι’ αυτούς και που αυτός ο τρόπος να γκρινιάζουν αποτελεί την επευφημία με την οποία μας τους ενθρονίζουν σαν αφέντες μας. Διότι εδώ δεν νοιάζεται κανείς για την πολιτική σαν μια ξένη πραγματικότητα αλλά σαν ένα μέρους του ίδιου του εαυτού του. Η ζωή με την οποία επενδύουμε αυτές τις φιγούρες είναι η ίδια ακριβώς που μας έχει κλαπεί.

Αν υπάρχει μια γαλλική εξαίρεση, απορρέει από αυτό. Δεν υπάρχει τίποτα που να μην είναι καρπός αυτού του ακρωτηριασμού, ούτε καν η παγκόσμια ακτινοβολία της γαλλικής λογοτεχνίας. Η λογοτεχνία είναι στη Γαλλία ο χώρος που έχει κατά κόρον απονεμηθεί στην διασκέδαση των ευνούχων. Είναι η τυπική ελευθερία που παραχωρείται σ’ αυτούς που δεν αρκούνται στην ακύρωση της πραγματικής τους ελευθερίας. Εξ ου οι ανήθικες ματιές που δε σταματούν να απευθύνουν μεταξύ τους εδώ και αιώνες σ’ αυτήν τη χώρα άνθρωποι του Κράτους και άνθρωποι των γραμμάτων, οι μεν δανειζόμενοι εθελούσια το κοστούμι των άλλων και τούμπαλιν. Εξ ου επίσης η συνήθειά των διανοούμενων να μιλούν τόσο υψηλόφωνα όταν σέρνονται τόσο χαμηλά και να αποτυγχάνουν πάντα την κρίσιμη στιγμή, τη μόνη που θα είχε δώσει ένα νόημα στην ύπαρξή τους αλλά που θα τους είχε επίσης οδηγήσει στην απαγόρευση του επαγγέλματός τους.

Είναι μια θέση υποστηριγμένη και υποστηρίξιμη ότι η μοντέρνα λογοτεχνία γεννήθηκε με τον Baudelaire, τον Heine και τον Flaubert, σαν επακόλουθο της Κρατικής σφαγής του ιουνίου του 1848. Είναι μέσα στο αίμα των εξεγερμένων παριζιάνων και ενάντια στη σιωπή που περιέβαλε το αιματοκύλισμα που γεννήθηκαν οι μοντέρνες λογοτεχνικές μορφές – αμφιθυμία, φετιχισμός της φόρμας και νοσηρή αδιαφορία. Η νευρωτική στοργή που ορκίζονται οι Γάλλοι στη Δημοκρατία τους – αυτή στο όνομα της οποίας κάθε βρωμιά ξαναβρίσκει το μεγαλείο της και οποιαδήποτε ασυδοσία τις συστατικές της επιστολές – επιμηκύνει σε κάθε στιγμή την καταπίεση των θεμελιωδών θυσιών. Οι μέρες του ιουνίου του 1848 – χίλιοι πεντακόσιοι νεκροί κατά τη διάρκεια των συγκρούσεων, αλλά αρκετές χιλιάδες συνοπτικών εκτελέσεων μεταξύ των φυλακισμένων, η Επιτροπή που χαιρέτισε την παράδοση του τελευταίου οδοφράγματος με την κραυγή “Ζήτω η Δημοκρατία!” – και η Ματωμένη Εβδομάδα είναι σημάδια της γέννας που καμιά χειρουργική επέμβαση δεν έχει τον τρόπο να σβήσει.

Ο Alexandre Kojeve έγραφε το 1945: “Η ιδανική “επίσημη” πολιτική της Γαλλίας και των Γάλλων είναι ακόμα σήμερα εκείνη του Έθνους-κράτους, της “μιας κι αδιαίρετης Δημοκρατίας”. Από την άλλη μεριά, στα βάθη της ψυχής της, η χώρα νιώθει την ανεπάρκεια αυτού του ιδανικού, του πολιτικού αναχρονισμού της αυστηρά “εθνικής” ιδέας. Ασφαλώς, αυτό το αίσθημα δεν έχει ακόμα φθάσει στο επίπεδο μιας ιδέας καθαρής και σαφούς: η χώρα δεν μπορεί και δεν θέλει ακόμα να την διαμορφώσει ανοιχτά. Εξάλλου, ακριβώς λόγω της απαράμιλλης λάμψης του “εθνικού” παρελθόντος της, είναι ειδικά δύσκολο για τη Γαλλία να αναγνωρίσει καθαρά και να αποδεχτεί ειλικρινά το γεγονός του τέλους της “εθνικής” περιόδου της Ιστορίας και να εξαγάγει όλες τις συνέπειες. Είναι σκληρό για μια χώρα που δημιούργησε όλα τα κομμάτια της ιδεολογικής πανοπλίας του εθνικισμού και τον εξήγαγε σε ολόκληρο τον κόσμο, να αναγνωρίσει ότι ήδη δεν πρόκειται παρά για κάτι ακόμα που πρέπει να ταξινομηθεί στα ιστορικά αρχεία”.

Το ζήτημα του έθνους και του πένθους του σχηματίζει την καρδιά αυτού που εύλογα θα έπρεπε να ονομάσουμε, εδώ και περισσότερο από μισό αιώνα, η γαλλική δυσφορία. Ονομάζουν ευγενικά “μετάβαση” αυτή την αναβολή που προκαλεί σπασμούς τετάνου, αυτόν τον τρόπο να περνούν σαν εκκρεμές από τα αριστερά στα δεξιά, έπειτα από τα δεξιά στα αριστερά όπως η μανιακή φάση ακολουθεί την καταθλιπτική φάση και ετοιμάζει μια ακόμα, όπως συγκατοικούν στη Γαλλία η πιο στομφώδης κριτική του ατομισμού και ο μανιωδέστερος κυνισμός, η πιο μεγάλη γενναιοδωρία και το στοίχειωμα των αχρείων. Από το 1945 αυτή η δυσφορία, που δε μοιάζει να διασκορπίζεται παρά για χάρη του μάη του 68 και από τη ζέση της εξέγερσης, δε σταμάτησε να βαθαίνει. Η εποχή των Κρατών, των εθνών και των δημοκρατιών κλείνει· η χώρα που θυσίασε στα παραπάνω ό,τι είχε ζωντάνια μέσα της, μένει εμβρόντητη. Στην έκρηξη που προκάλεσε η απλή φράση του Jospin [83] “το Κράτος δεν μπορεί να κάνει τα πάντα” [84] μπορεί κανείς να φανταστεί τι θα προκαλέσει αργά η γρήγορα η αποκάλυψη ότι δε μπορεί να κάνει τίποτα. Το αίσθημα ότι έχουμε εξαπατηθεί δεν παύει να διογκώνεται και να γίνεται γάγγραινα. Είναι η αφετηρία της λανθάνουσας οργής που υψώνεται σε κάθε κουβέντα. Το πένθος που δεν έχει ολοκληρωθεί για την εποχή των εθνών είναι το κλειδί για τον γαλλικό αναχρονισμό και για τις επαναστατικές προοπτικές που διαθέτει σε απόθεμα.

Όποιο και να είναι το αποτέλεσμα, ο ρόλος των ερχόμενων προεδρικών εκλογών είναι να δώσουν το σήμα του τέλους των γαλλικών ψευδαισθήσεων, να κάνουν να σπάσει η ιστορική φούσκα στην οποία ζούμε και που καθιστά δυνατά γεγονότα όπως αυτό το κίνημα ενάντια στο CPE που από το εξωτερικό ερευνάται σαν ένα κακό όνειρο που ξέφυγε από τα 70s. Είναι γι’ αυτό το λόγο που κανείς δε θέλει, κατά βάθος, αυτές τις εκλογές. Η Γαλλία είναι μια χαρά το κόκκινο φανάρι της δυτικής ζώνης.

Η Δύση σήμερα είναι ένας GI [85] που ορμάει στη Φαλούτζα [86] στην κορυφή ενός τανκ Abraham M1 ακούγοντας hard rock σε τέρμα ένταση. Είναι ένας τουρίστας χαμένος στη στέπα της Μογγολίας, που όλοι τον κοροϊδεύουν και που σφίγγει στα χέρια του την πιστωτική του κάρτα σαν τη μοναδική σανίδα σωτηρίας. Είναι ένας μάνατζερ που το μόνο στο οποίο ορκίζεται είναι το παιχνίδι Go [87]. Είναι ένα νέο κορίτσι που αναζητά την ευτυχία του ανάμεσα σε ρούχα, γκόμενους και ενυδατικές κρέμες. Είναι ένας στρατευμένος σουηδός για τα δικαιώματα του ανθρώπου που γυρνάει στις τέσσερις μεριές του πλανήτη, αλληλέγγυος σε όλους τους εξεγερμένους υπό την προϋπόθεση να έχουν ηττηθεί. Είναι ένας Ισπανός που δεν πολυσκοτίζεται για την πολιτική ελευθερία από τότε που του εγγυήθηκαν την σεξουαλική ελευθερία. Είναι ένας ερασιτέχνης της τέχνης που προσφέρει στον αποχαυνωμένο θαυμασμό του κοινού και σαν τελευταία έκφραση μοντέρνας ιδιοφυΐας έναν αιώνα καλλιτεχνών που, από τον σουρρεαλισμό ως τον βιεννέζικο ακτιονισμό [88], συναγωνίζονταν στο ποιος θα φτύσει πιο στοχευμένα στη μούρη του πολιτισμού. Είναι τέλος ένας τεχνικός του κυβερνοχώρου που βρήκε στον βουδισμό μια ρεαλιστική θεωρία της συνείδησης και ένας φυσικός των σωματιδίων που πάει να αναζητήσει στη μεταφυσική του ινδουισμού την έμπνευση για τα τελευταία του ευρήματα.

Η Δύση είναι εκείνος ο πολιτισμός που έχει επιβιώσει όλων των προφητειών για την κατάρρευσή του με ένα μοναδικό στρατήγημα· όπως η μπουρζουάδικη τάξη όφειλε να αρνηθεί τον εαυτό της ως τάξη για να επιτρέψει την μπουρζουο-ποίηση [89] της κοινωνίας, από τον εργάτη ως το βαρόνο· όπως το κεφάλαιο όφειλε να θυσιαστεί ως έμμισθη σχέση για να επιβληθεί σαν κοινωνική σχέση, γινόμενο έτσι πολιτισμικό κεφάλαιο και κεφάλαιο υγείας όπως και οικονομικό κεφάλαιο· όπως ο χριστιανισμός όφειλε να θυσιαστεί σαν θρησκεία για να επιβιώσει σαν συναισθηματική δομή, σαν διαχυμένο στην ανθρωπότητα ένταλμα για συμπαράσταση και αδυναμία, η Δύση θυσιάστηκε σαν συγκεκριμένος πολιτισμός για να επιβληθεί σαν παγκόσμια κουλτούρα. Η διαδικασία συνοψίζεται στο εξής: μια αγωνιούσα οντότητα θυσιάζεται σαν περιεχόμενο για να επιβιώσει σαν μορφή.

Το άτομο που έχει αρκεστεί στα ψίχουλα σώζεται ως μορφή χάρη στις “πνευματικές” τεχνολογίες του coaching [90]. Η πατριαρχεία, αποδίδοντας στις γυναίκες όλα τα σκληρά χαρακτηριστικά του αρσενικού: θέληση, αυτοέλεγχο, αναισθησία. Η αποσυντεθειμένη κοινωνία, μεταδίδοντας μια επιδημία κοινωνικότητας και διασκέδασης. Πρόκειται λοιπόν για όλους τους μεγάλους μύθους της Δύσης που έχουν εκπνεύσει, οι οποίοι διατηρούνται με τεχνάσματα τα οποία τους αρνούνται σημείο προς σημείο.

Δεν υπάρχει “σύγκρουση των πολιτισμών”. Αυτό που υπάρχει είναι ένας πολιτισμός σε κατάσταση κλινικού θανάτου, πάνω στον οποίο ξεδιπλώνουν έναν ολόκληρο εξοπλισμό τεχνητής επιβίωσης, που σκορπίζει στην πλανητική ατμόσφαιρα μια χαρακτηριστική επιδημική αρρώστια. Σ’ αυτό το σημείο δεν υπάρχει ούτε μία από τις “αξίες” του στην οποία να του συμβεί να πιστεύει με κάποιο τρόπο, και κάθε κατάφαση του μοιάζει με πράξη αναίδειας, με μια πρόκληση την οποία δέχεται να αποκόψει, να αποδομήσει και να επαναφέρει στην κατάσταση αμφισβήτησης. Ο Δυτικός ιμπεριαλισμός σήμερα είναι ο ιμπεριαλισμός του σχετικισμού, του “αυτή είναι η άποψή σου”· είναι η μικρή πλάγια ματιά ή η πληγωμένη διαμαρτυρία ενάντια σε όλα όσα είναι πολύ ηλίθια, πολύ πρωτόγονα, ή πολύ επαρκή για να πιστέψει κάποιος σε κάτι, για να επιβεβαιώσει το οτιδήποτε. Είναι αυτός ο δογματισμός της αμφισβήτησης που κλείνει ένα μάτι συνενοχής σε ολόκληρη την πανεπιστημιακή και την λογοτεχνική ιντελιγκέντσια. Καμιά κριτική δεν είναι αρκετά ριζοσπαστική ανάμεσα στους μεταμοντερνιστές διανοούμενους, έτσι που καλύπτεται μια μηδενική βεβαιότητα. Το σκάνδαλο εδώ και έναν αιώνα φώλιαζε σε κάθε άρνηση που ήταν έστω και λίγο ταραχώδης, σήμερα φωλιάζει σε κάθε κατάφαση που δεν τρέμει.

Καμία τάξη στην κοινωνία δε μπορεί να θεμελιωθεί στέρεα πάνω στο αξίωμα ότι τίποτα δεν είναι αλήθεια. Οπότε πρέπει να την κάνουμε να στεριώσει. Η εφαρμογή σε κάθε πράγμα, στις μέρες μας, της έννοιας της “ασφάλειας” εκφράζει αυτό το σχέδιο ενσωμάτωσης στους ίδιους τους ανθρώπους, στις συμπεριφορές και τους τόπους της ιδεατής τάξης στην οποία δεν είναι πλέον πρόθυμοι να υποταχθούν. Το “τίποτα δεν είναι αλήθεια” δεν λέει τίποτα για τον κόσμο, αλλά λέει τα πάντα για την έννοια της αλήθειας στη δύση. Την αλήθεια, εδώ, δεν την αντιλαμβάνονται σαν μια ιδιότητα των ανθρώπων ή των πραγμάτων, αλλά της αναπαράστασής τους. Θεωρείται αληθής μια αναπαράσταση που συμφωνεί με την εμπειρία. Η επιστήμη είναι σαν τελευταία καταφυγή αυτή η αυτοκρατορία της παγκόσμιας επαλήθευσης. Ωστόσο όλες οι ανθρώπινες συμπεριφορές, από τις πιο συνηθισμένες ως τις πιο σοφές, στηρίζονται σε ένα βάθρο αποδείξεων άνισα διαμορφωμένων, όλες οι πρακτικές προέρχονται από ένα σημείο όπου πράγματα και αναπαραστάσεις είναι αδιαφοροποίητα συνδεδεμένες, σε κάθε ζωή μπαίνει μια δόση αλήθειας που αγνοεί τη δυτική της έννοια. Μιλάει κανείς εδώ εύκολα για “αληθινούς ανθρώπους”, αλλά είναι κατά κανόνα για τους κοροϊδέψει αυτούς τους πτωχούς τω πνεύματι. Γι’ αυτό κι οι Δυτικοί παντού στον κόσμο θεωρούνται, απ’ αυτούς τους οποίους έχουν αποικίσει, ψεύτες κι υποκριτές. Γι’ αυτό και μπορεί να ζηλέψει κανείς σ’ αυτούς αυτό που έχουν, ποτέ αυτό που είναι, το οποίο δίκαια περιφρονεί. Δε θα μπορούσαν να διδάξουν Sade, Nietzsche και Artaud στα λύκεια αν δεν είχαν πιο μπροστά αχρηστεύσει αυτήν την έννοια – της αλήθειας. Η συγκράτηση χωρίς τέλος όλων των καταφάσεων, η απενεργοποίηση βήμα προς βήμα όλως των βεβαιοτήτων που δημιουργούνται μοιραία κάθε μέρα, αυτή είναι η μακρόχρονη εργασία της δυτικής διανόησης. Η αστυνομία κι η φιλοσοφία είναι ως προς αυτό δύο συγκλίνοντα μέσα, παρότι στη μορφή τους διακριτά.

Φυσικά, ο ιμπεριαλισμός του σχετικού βρίσκει μέσα σε κάθε άδειο δογματισμό, σε κάθε μαρξισμό-λενινισμό, σε κάθε σαλαφισμό, σε κάθε νεο-ναζισμό, έναν αντίπαλο στα μέτρα του: κάποιον που, όπως οι Δυτικοί, μπερδεύει κατάφαση και πρόκληση.

Σ’ αυτό το στάδιο, μια αυστηρά κοινωνική αμφισβήτηση, που θα αρνείται να δει ότι αυτό με το οποίο είμαστε αντιμέτωποι δεν είναι η κρίση μιας κοινωνίας αλλά η εξάλειψη ενός πολιτισμού, θα γίνεται συνεργός στη διαιώνισή του. Υπάρχει ήδη άλλωστε μια σύγχρονη στρατηγική να κριτικάρουν αυτήν την κοινωνία στη μάταιη ελπίδα να σώσουν αυτόν τον πολιτισμό.

Ιδού λοιπόν. Έχουμε ένα πτώμα στην πλάτη, αλλά δεν το ξεφορτώνεται κανείς εύκολα. Δεν υπάρχει κάτι να περιμένουμε από το τέλος του πολιτισμού, από τον κλινικό του θάνατο. Αυτός δε μπορεί να ενδιαφέρει παρά μόνο τους ιστορικούς. Είναι ένα γεγονός, πρέπει να πάρουμε μια απόφαση. Τα γεγονότα είναι βολικά στο χειρισμό, η απόφαση όμως είναι πολιτική. Να αποφασίσουμε το θάνατο του πολιτισμού, να πάρουμε στα χέρια μας το πώς αυτός θα έρθει: μόνη η απόφαση θα μας ξεκουράσει από το πτώμα.

ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ!

Για μια εξέγερση, το βασικό που δεν βλέπουμε είναι από πού ξεκινά. Εξήντα χρόνια ειρήνευσης, αναστολής των ιστορικών ταραχών, εξήντα χρόνια δημοκρατικής αναισθησίας και διαχείρισης των γεγονότων έχουν εξασθενήσει μέσα μας μια συγκεκριμένη τραχιά αντίληψη του πραγματικού, την αντάρτικη αίσθηση του πόλεμου καθ’ οδόν.

Δεν υπάρχει νόημα στο να αγανακτούμε από το γεγονός ότι εφαρμόζεται εδώ και πέντε χρόνια ένας νόμος τόσο διαβόητα αντισυνταγματικός όπως ο νόμος για την καθημερινή Ασφάλεια91. Είναι μάταιο να διαμαρτυρόμαστε νόμιμα ενάντια στην ολοκληρωμένη κατάρρευση του νομικού πλαισίου. Πρέπει να οργανωθούμε αντίστοιχα.

Δεν υπάρχει νόημα στο να εμπλεκόμαστε στην τάδε ή τη δείνα συλλογικότητα πολιτών, στο τάδε ή το δείνα αδιέξοδο της ακροαριστεράς, στην τελευταία συνεταιριστική απάτη. Όλες οι οργανώσεις που ισχυρίζονται ότι αντικρούουν την παρούσα τάξη πραγμάτων παρουσιάζουν οι ίδιες, περισσότερο σαν μαριονέτες, τη μορφή, τα ήθη και τη γλώσσα μικρογραφιών Κρατών. Όλες οι επιθυμίες “να κάνουμε πολιτική αλλιώς” ποτέ δεν συνεισέφεραν στις μέρες παρά στην απεριόριστη επέκταση των κρατικών ψευδοποδίων.

Δεν υπάρχει νόημα στο να αντιδρούμε στα νέα της μέρας, αλλά στο να καταλαβαίνουμε κάθε πληροφορία σαν μια λειτουργία μέσα σε ένα εχθρικό πεδίο στρατηγιών προς αποκρυπτογράφηση, λειτουργία που έχει σκοπό ακριβώς να διεγείρει πάνω σ’ αυτό ή εκείνο, αυτού ή εκείνου του τύπου την αντίδραση· και να θεωρούμε αυτή την λειτουργία την πραγματική πληροφορία που εμπεριέχεται στην προφανή πληροφορία.

Δεν υπάρχει νόημα στο να περιμένουμε – μια διευκρίνηση, την επανάσταση, την πυρηνική αποκάλυψη ή ένα κοινωνικό κίνημα. Το να περιμένουμε ακόμα είναι τρέλα. Η καταστροφή δεν είναι αυτό που έρχεται, είναι αυτό που είναι ήδη εδώ. Είμαστε ήδη κι εκ των προτέρων τοποθετημένοι μέσα στο κίνημα πτώσης ενός πολιτισμού. Είναι εκεί που πρέπει να λάβουμε μέρος.

Το να μην περιμένουμε, σημαίνει με τον ένα ή τον άλλο τρόπο να μπούμε στην εξεγερσιακή λογική. Να ακούμε εκ νέου, στις φωνές των κυβερνώντων μας, τον ελαφρά παλλόμενο τρόμο που δεν τους εγκαταλείπει ποτέ. Διότι το να κυβερνάτε δεν υπήρξε ποτέ κάτι άλλο από το να απωθείτε με χίλιες υπεκφυγές τη στιγμή που το πλήθος θα σας κρεμάσει, και όλες οι κυβερνητικές πράξεις δεν υπήρξαν ποτέ κάτι άλλο από έναν τρόπο να μη χάσετε τον έλεγχο του πληθυσμού.

Εκκινούμε από ένα σημείο ακραίας απομόνωσης, ακραίας αδυναμίας. Όλα πρέπει να οικοδομηθούν σε μια εξεγερσιακή διαδικασία. Τίποτα δεν μοιάζει λιγότερο πιθανό από μια εξέγερση αλλά τίποτα δεν είναι περισσότερο αναγκαίο.

ΝΑ ΒΡΕΘΟΥΜΕ


Να δεθούμε σ’ αυτό που νιώθουμε αληθινό.

Να ξεκινήσουμε από εκεί.

Μια συνάντηση, μια αποκάλυψη, ένα ευρύ κίνημα απεργιών, ένας σεισμός: κάθε γεγονός παράγει την αλήθεια, αλλάζοντας τον τρόπο με τον οποίο βρισκόμαστε στον κόσμο. Αντίθετα, μια σταθερά που μας είναι αδιάφορη, που μας αφήνει απαράλλακτους, που δε δεσμεύει, σε τίποτα δεν αξίζει πια το όνομα αλήθεια. Υπάρχει μια αλήθεια υπο-κείμενη σε κάθε χειρονομία, σε κάθε πρακτική, σε κάθε σχέση, σε κάθε κατάσταση. Το σύνηθες είναι να αποφεύγουμε, να διαχειριζόμαστε, κάτι που παράγει την χαρακτηριστική για την πλειοψηφία του κόσμου σ’ αυτήν την εποχή παραζάλη. Πράγματι όλα εμπλέκουν σε όλα. Το αίσθημα ότι ζούμε στο ψέμα είναι ακόμα μια αλήθεια. Το θέμα είναι να μην το αφήσουμε, να ξεκινήσουμε, ακόμα κι από εκεί. Μια αλήθεια δεν είναι μια θέαση του κόσμου αλλά αυτό που μας κρατά δεμένους σ’ αυτόν με έναν τρόπο ακατάβλητο. Η αλήθεια δεν είναι κάτι που το κρατάμε αλλά κάτι που μας φέρει. Με φτιάχνει και με διαλύει, με συνθέτει και με αποσυνθέτει σαν άτομο, με απομακρύνει από πολλά και με κάνει συγγενικό με εκείνους που τη νιώθουν. Το απομονωμένο ον που δένεται σ΄αυτήν συναντά μοιραία κάποιους από τους όμοιούς του. Πράγματι, κάθε εξεγερσιακή διαδικασία ξεκινά από μια αλήθεια στην οποία δεν υποχωρούμε. Έγινε ορατό στο Αμβούργο, κατά τη διάρκεια των 80s, ότι μια χούφτα κατοίκων ενός κατειλημμένου σπιτιού αποφάσισαν ότι στο εξής θα έπρεπε να περάσουν από τα πτώματά τους για να τους εξώσουν. Υπήρξε μια γειτονιά πολιορκημένη με τανκς και ελικόπτερα, ολόκληρες μέρες συγκρούσεων στο δρόμο, τεράστιες διαδηλώσεις – και ένα δημαρχείο που τελικά συνθηκολόγησε. Ο Georges Guingouin, ο “πρώτος αντιστασιακός της Γαλλίας” για το μόνο που θεώρησε το 1940 ως σημείο έναρξης ήταν για την βεβαιότητα της άρνησής του στην κατοχή. Τότε δεν ήταν, για το Κομμουνιστικό Κόμμα, παρά “ένας τρελός που ζει στα δάση”· μέχρι που έγιναν 20.000 οι τρελοί που ζούσαν στα δάση και απελευθέρωσαν τη Λιμόζ.

Να μην αποτραβιόμαστε από το πολιτικό που φέρνει μαζί της κάθε φιλία

Μας έχουν φτιάξει μια χλιαρή ιδέα της φιλίας, σαν καθαρό πάθος χωρίς συνέπειες. Όμως κάθε σχέση είναι σχέση μέσα σε μια κοινή αλήθεια. Κάθε συνάντηση είναι συνάντηση μέσα σε μια κοινή κατάφαση, κι ας είναι αυτή της καταστροφής. Δεν συναντιόμαστε αθώα σε μια εποχή όπου το να κρατιέσαι σε κάτι και να μην παραιτείσαι οδηγεί τακτικά στην ανεργία, όπου πρέπει να πεις ψέματα για να εργαστείς, και να εργάζεσαι. Στη συνέχεια, για να διατηρείς τα μέσα του ψέματος. Άνθρωποι που, εκκινώντας από την κβαντική φυσική, ορκίστηκαν ότι θα αντλούν απ’ αυτήν όλες τις συνέπειες σε κάθε τομέα, δε συναντήθηκαν με λιγότερο πολιτικό τρόπο από τους συντρόφους που διάγουν έναν αγώνα ενάντια σε μια πολυεθνική γεωργικοδιατροφικών προϊόντων. Θα οδηγηθούν, αργά ή γρήγορα στη λιποταξία και στη μάχη.

Αυτοί που εγκαινίασαν το εργατικό κίνημα είχαν το εργαστήριο, μετά τη βιομηχανία για να συναντιούνται. Είχαν την απεργία για να μετρηθούν και να αποκαλύψουν τους δειλούς. Είχαν τη μισθωτή σχέση, που θέτει ενώπιος ενωπίω το στρατόπεδο της Εργασίας με το στρατόπεδο του Κεφαλαίου, για να χαράξουν τις μορφές αλληλεγγύης και τα μέτωπα στο παγκόσμιο επίπεδο. Εμείς έχουμε την ολότητα του κοινωνικού χώρου για να βρεθούμε. Έχουμε τις καθημερινές συμπεριφορές της απείθειας για να μετρηθούμε και να αποκαλύψουμε τους δειλούς. Έχουμε την εχθρότητα σ’ αυτόν τον πολιτισμό για να χαράξουμε τις μορφές αλληλεγγύης και τα μέτωπα στο παγκόσμιο επίπεδο.


Να μην περιμένουμε τίποτα από οργανώσεις.

Να είμαστε καχύποπτοι για κάθε υπάρχον μέσον,

και πάνω απ’ όλα μήπως γίνουμε κι εμείς τέτοιο.

Δεν είναι ασυνήθιστο να διασταυρώνεται κανείς, στην πορεία προς έναν επερχόμενο διαχωρισμό, με οργανώσεις – πολιτικές, συνδικαλιστικές, ανθρωπιστικές, κ.λ.π.. Συμβαίνει επίσης να διασταυρώνεται εκεί με κάποιους ανθρώπους ειλικρινείς αλλά απογοητευμένους, ή ενθουσιώδεις αλλά επιτήδειους. Η γοητεία των οργανώσεων έγκειται στην φαινομενική τους συνοχή – έχουν μια ιστορία, μια έδρα, ένα όνομα, έχουν μέσα, έναν αρχηγό, μια στρατηγική και ένα λόγο. Παραμένουν όμως άδεια αρχιτεκτονήματα, μόχθος για να αποδοθεί με κόσμο ο σεβασμός που οφείλουν στους ηρωικούς τους προπάτορες. Σε κάθε πράγμα όπως σε κάθε επίπεδό τους, ασχολούνται πρώτα με την επιβίωσή τους σαν οργανώσεις και με τίποτα άλλο. Οι επανειλημμένες προδοσίες τους τους έχουν έτσι αφαιρέσει την αφοσίωση της βάσης τους. Κι είναι γι’ αυτό που συναντά κανείς εκεί μερικές φορές αξιόλογους ανθρώπους. Αλλά η υπόσχεση, την οποία η συνάντηση εμπεριέχει, δε μπορεί να πραγματοποιηθεί παρά έξω από την οργάνωση και, αναγκαστικά, ενάντια σ’ αυτήν.

Ακόμα περισσότερο αμφισβητήσιμα είναι τα περιβάλλοντα [92], με την εύκαμπτη υφή τους, τα κουτσομπολιά τους και τις ανεπίσημες ιεραρχίες τους. Όλα τα περιβάλλοντα είναι προς αποφυγή. Το καθένα ανάμεσά τους είναι σαν προορισμένο για την εξουδετέρωση μιας αλήθειας. Τα λογοτεχνικά περιβάλλοντα βρίσκονται εκεί για να καταπνίξουν τη σαφήνεια των γραπτών. Τα ελευθεριακά περιβάλλοντα για να καταπνίξουν την άμεση δράση. Τα επιστημονικά περιβάλλοντα για να αναχαιτίσουν αυτό που οι έρευνές τους θα σήμαιναν σήμερα για την μεγάλη πλειοψηφία των ανθρώπων. Τα αθλητικά περιβάλλοντα για να συγκρατήσουν στα γυμναστήριά τους τις διαφορετικές μορφές ζωής που θα όφειλαν να παράξουν οι διαφορετικές μορφές των σπορ. Τα περιβάλλοντα που είναι ειδικώς προς αποφυγή είναι τα πολιτιστικά και τα στρατευμένα. Πρόκειται για τα δύο πεθαμενατζίδικα όπου έρχονται να αποτύχουν όλες οι επιθυμίες επανάστασης. Το έργο των πολιτιστικών μέσων είναι να εντοπίσουν τις εντάσεις που γεννιούνται και να σας αφαιρέσουν, εκθέτοντάς το, το νόημα αυτού που κάνετε· το έργο των στατευμένων μέσων είναι να σας τραβήξουν την ενέργεια με την οποία το κάνετε. Τα στρατευμένα μέσα εκτείνουν το διαχυμένο δικτύωμά τους στην ολότητα του γαλλικού εδάφους, προσπαθούν να κρατηθούν στο δρόμο όπου όλα επαναστατικοποιούνται. Δεν είναι φορείς παρά του αριθμού των αποτυχιών τους και της πίκρας που νιώθουν γι’ αυτές. Η φθορά τους, όπως το πλεόνασμα της αδυναμίας τους, τα έχει κάνει ανίκανα να αδράξουν τις δυνατότητες του παρόντος. Σ’ αυτά μιλά κανείς υπερβολικά, σε κάθε περίπτωση, για να διακοσμήσει μια δυστυχή παθητικότητα· κι αυτό τα κάνει λιγότερο ασφαλή από την άποψη της αστυνόμευσης. Όπως είναι μάταιο να ελπίζει κανείς κάτι από αυτά, είναι ηλίθιο να απογοητεύεται κανείς από τη σκλήρωσή τους. Αρκεί να τα εγκαταλείπει κανείς στο ξεφούσκωμά τους.

Όλα τα μέσα είναι αντεπαναστατικά, γιατί το μοναδικό ζήτημά τους είναι να διατηρούν την άθλια βόλεψή τους.

Να σχηματίσουμε κομμούνες

Η κομμούνα, είναι αυτό που συμβαίνει όταν οι άνθρωποι βρίσκονται, συνεννοούνται και αποφασίζουν να πορευτούν μαζί. Η κομμούνα είναι ίσως αυτό που αποφασίζει για τη στιγμή που θα ήταν χρήσιμο να χωριστεί. Είναι η χαρά της συνάντησης που επιβιώνει της ασφυξίας απ’ την αυστηρότητα. Είναι αυτό που κάνει να λέμε “εμείς”, και που είναι ένα συμβάν. Αυτό που είναι παράξενο δεν είναι ότι οι άνθρωποι που συμφωνούν φτιάχνουν μια κομμούνα, αλλά ότι παραμένουν χωρισμένοι. Γιατί οι κομμούνες δεν πολλαπλασιάζονται στο άπειρο; Σε κάθε βιομηχανία, σε κάθε δρόμο, σε κάθε χωριό, σε κάθε σχολείο. Επιτέλους το βασίλειο των επιτροπών βάσης! Αλλά κομμούνες που θα δέχονταν να είναι αυτό που είναι εκεί όπου βρίσκονται. Και, αν είναι δυνατό, μια πολλαπλότητα κομμουνών που θα υποκαθιστούνταν στους θεσμούς της κοινωνίας: την οικογένεια, το σχολείο, το συνδικάτο, τον αθλητικό σύλλογο, κ.ο.κ.. Κομμούνες που δε θα έτρεμαν, έξω από τις δέουσες πολιτικές τους δραστηριότητες, να οργανώνονται για την υλική και ηθική επιβίωση του κάθε ενός από τα μέλη τους και όλων εκείνων που τα περιβάλλουν αλλά έχασαν τον κοινό δρόμο. Κομμούνες που δεν ορίζονται – όπως κάνουν γενικά οι κολεκτίβες – από ένα εσωτερικό κι ένα εξωτερικό, αλλά από την πυκνότητα των δεσμών στους κόλπους τους. Όχι από τα άτομα που τις απαρτίζουν, αλλά από το πνεύμα που τα κινεί.

Μια κομμούνα σχηματίζεται κάθε φορά που κάποιοι, απαλλαγμένοι από τον ατομικό μανδύα, ξεκινούν να μην υπολογίζουν παρά στους ίδιους και τους διπλανούς τους και να μετράνε την δύναμή τους στην πραγματικότητα. Κάθε άγρια απεργία είναι μια κομμούνα, κάθε κατειλημμένο σπίτι είναι μια κομμούνα, οι επιτροπές δράσεις το 68 ήταν κομμούνες όπως ήταν τα χωριά των μαύρων σκλάβων στις ΗΠΑ, ή ακόμα το Ράδιο-Αλίκη στη Μπολόνια, το 1977. Κάθε κομμούνα θέλει να αποτελεί η ίδια για τον εαυτό της τη δική της βάση. Θέλει να εξαλείψει το ζήτημα των αναγκών. Θέλει να σπάσει, την ίδια στιγμή, κάθε οικονομική εξάρτηση, κάθε πολιτική καθυπόταξη και εκφυλίζεται σε μέσον απ’ όταν χάσει την επαφή της με τις αλήθειες που την θεμελίωσαν. Υπάρχουν κομμούνες κάθε είδους που δεν περιμένουν ούτε τον αριθμό, ούτε τα μέσα, κι ακόμα λιγότερο την “σωστή στιγμή”, που δεν έρχεται ποτέ, για να οργανωθούν.

ΝΑ ΟΡΓΑΝΩΘΟΥΜΕ


Να οργανωθούμε για να μη χρειάζεται πια να δουλεύουμε

Τα καταφύγια έχουν γίνει σπάνια, και στα αλήθεια, είναι συχνά χάσιμο πολύ χρόνου για να συνεχίσει κανείς να βαριέται σ’ αυτά. Σημαίνονται επίσης από άθλιες συνθήκες σιέστας και ανάγνωσης.

Λένε ότι το άτομο υπάρχει τόσο λίγο όσο χρειάζεται για να κερδίζει τη ζωή του, ότι πρέπει να ανταλλάσσει το χρόνο του έναντι μιας σταλιάς κοινωνικής ύπαρξης. Προσωπικό χρόνο για κοινωνική ύπαρξη: ιδού η εργασία, ιδού η αγορά. Ο χρόνος της κομμούνας κατευθείαν ξεφεύγει από την εργασία, δεν οδεύει στη γνωστή κομπίνα, προτιμά άλλες. Οι ομάδες των αργεντίνων απεργοφρουρών αποσπούν συλλογικά ένα είδος τοπικού RMI [93] που ορίζεται από κάποιες ώρες εργασίας: δεν κάνουν τις ώρες, βάζουν σε κοινή χρήση τα κέρδη τους και αναπτύσσουν βιοτεχνίες ενδυμάτων, ένα φούρνο, στήνουν τα μποστάνια που έχουν ανάγκη.

Για την κομμούνα υπάρχουν λεφτά για να ψάξει να βρει, για κανένα λόγο δεν πρέπει να κερδίσει τη ζωή της. Όλες οι κομμούνες έχουν τα μαύρα ταμεία τους. Οι κομπίνες είναι πολλαπλές. Πέρα από το RMI, υπάρχουν οι μοιρασιές, οι άδειες ασθενείας, οι μαζεμένες υποτροφίες σπουδών, τα επιδόματα για φανταστικές λοχείες, κάθε είδους λαθρεμπόριο, και τόσα άλλα μέσα που γεννιούνται σε κάθε μετάλλαξη του ελέγχου. Δεν εναπόκειται σε εμάς να τις υπερασπιστούμε, ούτε να βάλουμε τους εαυτούς μας μέσα σ’ αυτά τα καταφύγια ευζωίας ή να τις διατηρούμε σαν ένα προνόμιο των κατηχούμενων. Αυτό που είναι σημαντικό να καλλιεργήσουμε, να μεταδώσουμε, είναι αυτή η απαραίτητη προδιάθεση στην απάτη, και το να μοιραζόμαστε τις καινοτομίες σ’ αυτήν. Για τις κομμούνες το ερώτημα της εργασίας δεν τίθεται παρά σε σχέση με τα άλλα υπάρχοντα εισοδήματα. Δεν πρέπει να αμελούμε όλες αυτές τις χρήσιμες γνώσεις με τις οποίες κάποια καίρια επαγγέλματα, κάποιες ειδικεύσεις ή θέσεις εργασίας κατά την άσκησή τους μας προμηθεύουν.

Η απαίτηση της κομμούνας είναι να απελευθερώσει για όλους το μέγιστο δυνατό χρόνο. Απαίτηση που δεν μετριέται μοναχά, αποκλειστικά, στον αριθμό των παρθένων ωρών από κάθε μισθωτή εκμετάλλευση. Ο απελευθερωμένος χρόνος δε μας στέλνει διακοπές. Ο άδειος χρόνος, ο νεκρός χρόνος, ο χρόνος του κενού και του φόβου του κενού είναι ο χρόνος της εργασίας. Ήδη δεν υπάρχει πια ένας χρόνος για να αναπληρώσουμε, αλλά μια ελευθέρωση ενέργειας που κανένας “χρόνος” δεν συμπεριλαμβάνει· οι γραμμές που αναδύονται, που γράφονται πιο βαθιά, που μπορούμε να τις ακολουθήσουμε στη σχόλη μέχρι την άκρη τους, μέχρι να τις δούμε να διασταυρώνονται με άλλες.

Να λεηλατούμε, να καλλιεργούμε, να κατασκευάζουμε

Παλιοί εργάτες της Metaleurop έγιναν κλέφτες παρά επιτηρητές. Υπάλληλοι της EDF κυκλοφόρησαν στους κοντινούς τους τρόπους για να κοροϊδεύουν τους μετρητές. Το υλικό που “πέφτει απ’ το φορτηγό”, πουλάει αέρα πατέρα. Ένας κόσμος που διακηρύσσεται τόσο ανοικτά ως κυνικός δεν μπορούσε να περιμένει απ’ τη μεριά των προλεταρίων πολλή αφοσίωση.

Από τη μια πλευρά, μια κομμούνα δεν μπορεί να υπολογίζει αιώνια στην “πρόνοια του Κράτους”, από την άλλη δεν μπορεί να υπολογίζει ότι θα ζήσει για πολύ καιρό από το shoplifting, από το ψαχούλεμα στα απορίμματα των σουπερμάκετ ή τη νύχτα στις αποθήκες των βιομηχανικών ζωνών, από την κατάχρηση των επιδοτήσεων, την εξαπάτηση των ασφαλιστικών και άλλες απάτες, σύντομα: από τη λεηλασία. Πρέπει λοιπόν να φροντίσει να αυξάνει το επίπεδο και την εμβέλεια της αυτο-οργάνωσής της. Τίποτα δεν είναι πιο λογικό από το ότι οι τόρνοι, οι φρέζες, τα φωτοαντιγραφικά που εκποιούνται στο κλείσιμο μιας επιχείρησης επιστρέφοντας χρησιμεύουν στη στήριξη κάποιας συνωμοσίας ενάντια στην εμπορευματική κοινωνία.

Το αίσθημα της εγγύτητας της κατάρρευσης είναι παντού τόσο έντονο στις μέρες μας που δυσκολεύεται κανείς να απαριθμήσει όλους τους πειραματισμούς που βρίσκονται καθ’ οδόν πάνω στην κατασκευή, την ενέργεια, τα υλικά, την παρανομία ή τις αγροτικές καλλιέργειες. Υπάρχει εκεί ένα ολόκληρο σύνολο γνώσεων και τεχνικών που δεν περιμένει παρά να αδραχτεί και να ξεριζωθεί από το ηθικολόγο, αλητήριο ή οικολογικό του περιτύλιγμα. Αλλά αυτό το σύνολο δεν είναι ακόμα παρά ένα μέρος από όλους τους θεσμούς, όλες τις γνώσεις, απ’ αυτήν την εφευρετικότητα τη χαρακτηριστική στις παραγκουπόλεις, την οποία εύλογα θα έπρεπε να ξεδιπλώσουμε εάν υπολογίζουμε να εποικίσουμε ξανά τη μητροπολιτική έρημο και να εξασφαλίσουμε τη μεσομακροπρόθεσμη βιωσιμότητα μιας εξέγερσης.

Πώς να επικοινωνούμε και να μετακινούμαστε μέσα σε μια απόλυτη διακοπή των ροών; Πώς να αποκαταστήσουμε τις ζωτικές καλλιέργειες στις αγροτικές ζώνες ως το σημείο που θα μπορούν ξανά να υποστηρίζουν τις πληθυσμιακές πυκνότητες που μπορούσαν εδώ και εξήντα χρόνια; Πώς να μετασχηματίσουμε τσιμεντένιους χώρους σε αστικά μποστάνια, όπως το έκανε η Κούβα για να μπορεί να αντέξει το αμερικάνικο εμπάργκο και τη διάλυση της ΕΣΣΔ;

Να εκπαιδευτούμε και να πάρουμε σχήμα

Τι μένει σ’ εμάς που έχουμε κάνει τόση χρήση των εγκεκριμένων από την εμπορευματική δημοκρατία ασχολιών ελεύθερου χρόνου; Τι κατάφερε να μας σπρώξει να κάνουμε jogging την κυριακή το πρωί; Τι κρατάει όλους αυτούς τους φανατικούς του καράτε, του λιωμένους στα μαστορέματα, στο ψάρεμα ή την μηκυτολογία; Τι, εκτός από την ανάγκη να αναπληρώσουν μια πλήρη αεργία, να ανασυνθέσουν την εργατική τους δύναμη ή το ¨κεφάλαιο υγείας”; Η πλειονότητα των ασχολιών ελεύθερου χρόνου μπορούν εύκολα να αποβάλλουν το χαρακτήρα τους του παραλογισμού και να γίνουν άλλο πράγμα από χόμπυ. Το μποξ δεν ήταν πάντα προορισμένο για επιδείξεις σε τηλεμαραθωνίους ούτε για να δίνονται ματς σε μεγάλες εκδηλώσεις. Η Κίνα των αρχών του 20ου αιώνα, πετσοκομμένη από τις ορδές των αποίκων και λιμοκτονούσα από τις πολύ μεγάλες ξηρασίες, είδε εκατοντάδες χιλιάδες φτωχούς αγρότες να οργανώνονται γύρω από αναρίθμητα υπαίθρια κλαμπ μποξ για να ξαναπάρουν πίσω από τους πλούσιους και τους αποίκους αυτό που τους είχαν διαρπάξει. Αυτό έφτιαξε την εξέγερση των μποξέρ. Ποτέ δεν είναι πολύ αργά για να μάθουμε και να εξασκήσουμε αυτό που καιροί λιγότερο ειρηνικοί, λιγότερο προβλέψιμοι θα μας απαιτήσουν. Η εξάρτησή μας από τη μητρόπολη – από την ιατρική της, τη γεωργία της, την αστυνομία της – είναι τέτοια, σήμερα, που δε μπορούμε να της επιτεθούμε χωρίς να μπούμε σε κίνδυνο εμείς οι ίδιοι. Είναι η αδιαμόρφωτη συνείδηση αυτής της ευάλωτης κατάστασης που θέτει τον αυθόρμητο αυτοπεριορισμό των σύγχρονων κοινωνικών κινημάτων, που κάνει να φοβάται κανείς την κρίση και να επιθυμεί την “ασφάλεια”. Είναι απ’ αυτήν που οι απεργίες έχουν ανταλλάξει τον ορίζοντα της επανάστασης με εκείνον της επιστροφής στην κανονικότητα. Το να απαγκιστρωθούμε απ’ αυτήν τη μοίρα σημαίνει μια μακρά και συνεχή διαδικασία μαθητείας, πολλαπλών, μαζικών πειραματισμών. Πρόκειται για το να ξέρεις να μάχεσαι, να διαρρηγνύεις κλειδαριές, να θεραπεύεις κατάγματα αλλά και φαρυγγίτιδες, να φτιάχνεις ένα πειρατικό ραδιοπομπό, να στήνεις συσσίτια, να έχεις καλό σημάδι αλλά επίσης και για το να μαζεύεις τις σκόρπιες γνώσεις και να συνθέτεις μια αγρονομία πολέμου, να καταλαβαίνεις τη βιολογία του πλαγκτόν, την σύνθεση των εδαφών, να μελετάς τους αγροτικούς συνεταιρισμούς και έτσι να ξαναβρείς τις χαμένες διαισθήσεις, όλες τις χρήσεις, όλους τους δυνατούς δεσμούς με το άμεσο περιβάλλον μας και τα όρια πέρα από τα οποία το εξαντλούμε· αυτά από σήμερα, και για τις μέρες όταν θα πρέπει να λαμβάνουμε από αυτό περισσότερα από ένα συμβολικό μέρος της διατροφής μας και των χρειαζουμένων μας.

Να δημιουργούμε επικράτειες. Να πολλαπλασιάσουμε τις αδιαφανείς ζώνες

Όλο και περισσότεροι ρεφορμιστές συμφωνούν σήμερα ότι με την “εγγύτητα του peak oil”, και για τη “μείωση των εκπομπών καυσαερίων και του φαινομένου του θερμοκηπίου”, θα πρέπει να “επαναχωροθετήσουμε την οικονομία”, να ευνοήσουμε τον τοπικό ανεφοδιασμό, τα σύντομα κυκλώματα διανομής, να απαρνηθούμε την ευκολία των μακρινών εισαγωγών, κλπ.. Ξεχνούν ότι το ίδιον όλων όσων γίνονται τοπικά στα πλαίσια της οικονομίας είναι το ότι γίνονται μαύρα, με τρόπο “ανεπίσημο” [94]· ότι αυτό το απλό οικολογικό μέτρο της επαναχωροθέτησης της οικονομίας δεν περιλαμβάνει τίποτα λιγότερο από την απαλλαγή από τον κρατικό έλεγχο, ή την ανεπιφύλακτη καθυπόταξη σ’ αυτόν.

Το σύγχρονο έδαφος είναι το παράγωγο πολλών αιώνων επιχειρήσεων της αστυνομίας. Έδιωξαν τους ανθρώπους από την ύπαιθρο, μετά από τους δρόμους τους, μετά από τις γειτονιές τους και τέλος από τις πολυκατοικίες τους, με την παρανοϊκή ελπίδα να στριμώξουν ολόκληρη τη ζωή μέσα στους τέσσερις ιδρωμένους τοίχους του ιδιωτικού. Το ζήτημα του εδάφους δεν τίθεται για εμάς όπως τίθεται για το Κράτος. Το θέμα δεν είναι να το κρατήσουμε. Θέμα μας είναι να πυκνώσουμε τοπικά τις κομμούνες, τις κυκλοφορίες και τις μορφές αλληλεγγύης σε τέτοιο σημείο που το έδαφος να γίνει δυσανάγνωστο, αδιαφανές για κάθε εξουσία. Δεν είναι το ζήτημα να καταλάβουμε αλλά να είμαστε το έδαφος.

Κάθε πρακτική κάνει να υπάρχει ένα έδαφος – έδαφος του deal ή του κυνηγιού, έδαφος των παιδικών παιχνιδιών, των ερωτευμένων ή της ανταρσίας, έδαφος του χωρικού, του ορνιθολόγου ή του περιπατητή. Ο κανόνας είναι απλός: όσο περισσότερα εδάφη υπάρχουν που υπερτίθενται σε μια δοσμένη ζώνη, τόσο μεγαλύτερη κυκλοφορία υπάρχει μεταξύ τους και τόσο λιγότερο βρίσκει πάτημα η εξουσία. Ταβερνεία, τυπογραφεία, αθλητικές αίθουσες, άδεια τερέν, κιόσκια βιβλιοπωλείων, πιλοτές, αυτοσχέδιες αγορές, κεμπαμπτσίδικα, γκαράζ μπορούν εύκολα να ξεφύγουν από τον τυπικό τους σκοπό σε περίπτωση που βρεθούν εκεί μπόλικες συνενοχές. Η τοπική αυτο-οργάνωση, επιβάλλοντας τη δική της γεωγραφία στην κρατική χαρτογραφία, τη μουτζουρώνει, την ακυρώνει· παράγει τη δική της απόσχιση.

Να ταξιδεύουμε. Να χαράσσουμε τους δικούς μας δρόμους επικοινωνίας

Η αρχή των κομμουνών δεν είναι να αντιπαραθέτουν στη μητρόπολη και την κινητικότητά της το τοπικό ρίζωμα και τη βραδύτητα. Η επεκτατική κίνηση της συγκρότησης κομμουνών οφείλει να αναδιπλασιάζει υπογείως την κίνηση της μητρόπολης. Δεν χρειάζεται να απορρίψουμε τις δυνατότητες μετακίνησης και επικοινωνίας που προσφέρονται από τις εμπορευματικές υποδομές, χρειάζεται απλά να γνωρίζουμε τα όριά τους. Αρκεί να είμαστε στη χρήση τους κάπως συνετοί, κάπως αβλαβείς. Να κάνουμε μια επίσκεψη είναι άλλωστε πιο σίγουρο, δεν αφήνει ίχνη και σφυρηλατεί δεσμούς πολύ πιο στέρεους από κάθε λίστα επαφών στο Ίντερνετ. Το παραχωρημένο προνόμιο σε πολλούς από εμάς να μπορούν να “κυκλοφορούν ελεύθερα” από τη μια άκρη της ηπείρου στην άλλη, και χωρίς πολλά προβλήματα σ’ ολόκληρο τον κόσμο, είναι ένα ατού καθόλου αμελητέο για να κάνουμε να επικοινωνήσουν οι εστίες της συνωμοσίας. Είναι μια απ’ τις χάρες της μητρόπολης να επιτρέπει στους Αμερικανούς, τους Έλληνες, τους Μεξικανούς και τους Γερμανούς να συναντιούνται κρυφά στο Παρίσι την ώρα μιας συζήτησης στρατηγικής.

Η διαρκής κίνηση ανάμεσα στις φίλιες κομμούνες είναι από αυτά τα πράγματα που τις διαφυλάττουν από την αποστέωση όπως και από το μοιραίο της αποκήρυξης. Το να υποδέχεται συντρόφους, να κρατιέται στο ρεύμα των πρωτοβουλιών τους, να στοχάζεται την εμπειρία τους, να προσθέτει στο οπλοστάσιό της τις τεχνικές που έχουν κατακτήσει σημαίνουν πιο πολλά για μια κομμούνα από τις άγονες εξετάσεις συνείδησης σε κλειστό κύκλο. Θα είχε κανείς άδικο να υποτιμήσει τα αποφασιστικά πράγματα που μπορούμε να απεργαστούμε σ’ αυτά τα βράδια που τα περνάμε αντιπαραθέτοντας τις απόψεις μας πάνω στον διεξαγόμενο πόλεμο.

Να ανατρέπουμε, βήμα προς βήμα, όλα τα εμπόδια

Όπως λένε, οι δρόμοι ξεχειλίζουν απρέπειες. Μεταξύ αυτού που είναι πραγματικά κι αυτού που θα όφειλαν να είναι, υπάρχει η κεντρομόλος δύναμη όλης της αστυνομίας, που πασχίζει να αποκαθιστά την τάξη· και απέναντι υπάρχουμε εμείς, δηλαδή η αντίστροφη κίνηση, κεντρόφυγος. Δε μπορούμε παρά να αναγαλλιάζουμε με την παραφορά και την αταξία, όπου αυτές ξεπροβάλλουν. Δεν υπάρχει κάτι να μας εκπλήσσει στο ότι ήδη τούτες οι εθνικές εορτές, που δε γιορτάζουν τίποτα πια, συστηματικά πάνε άσχημα. Λάμποντας ή ερειπωμένη, η αστική επιπλοποιία – αλλά πού ξεκινάει αυτή; πού τελειώνει – υλοποιεί την κοινή μας αποστέρηση. Εμμένοντας στην μηδαμινότητά της, δεν ζητάει παρά να επιστρέψει σ’ αυτήν για τα καλά. Ας δούμε καλά όσα μας περιβάλλουν: όλα αυτά περιμένουν την ώρα τους, η μητρόπολη αποκτά μεμιάς το άρωμα της νοσταλγίας, όπως μόνες το έχουν οι αλάνες των ερειπίων.

Όσο μεθοδικές γίνονται, όσο συστηματοποιούνται, τόσο οι απρέπειες συρρέουν σε ένα διαχυμένο αντάρτικο, αποτελεσματικό, που μας επιστρέφει στην ακυβερνησία μας, στην αρχέγονη απειθαρχεία μας. Προκαλεί σύγχυση το ότι απ’ τις πολυάριθμες αναγνωρισμένες στρατιωτικές αρετές στον αντάρτη φιγουράρει μόνο η απειθαρχία. Πράγματι, δε θα έπρεπε ποτέ κανείς να αποσυνδέει οργή και πολιτική. Χωρίς την πρώτη η δεύτερη χάνεται σε λόγια· χωρίς τη δεύτερη, η πρώτη εξαντλείται σε βρυχηθμούς. Δεν έρχονται ποτέ χωρίς προειδοποιητικές βολές λέξεις όπως ““enragés” [95] ή “exaltés” [96] στην επιφάνεια της πολιτικής.

Για τη μέθοδο, ας κρατήσουμε από το σαμποτάζ την ακόλουθη αρχή: ένα μίνιμουμ ρίσκου στη δράση, ένα μίνιμουμ χρόνου, ένα μάξιμουμ ζημιών. Για τη στρατηγική, θα θυμηθεί κανείς ότι ένα εμπόδιο που έχει ανατραπεί αλλά όχι καταβυθιστεί – ένας χώρος απελευθερωμένος αλλά όχι κατοικημένος – αντικαθίσταται εύκολα από ένα άλλο εμπόδιο, πιο ισχυρό και λιγότερο ευάλωτο.

Θα ήταν αχρείαστο να δούμε εξονυχιστικά τους τρεις τύπους του εργατικού σαμποτάζ: επιβράδυνση της εργασίας, από το “πάμε στο χαλαρό” [97] στην απεργία ζήλου [98] [99]· σπάσιμο των μηχανών, ή παρεμπόδιση της λειτουργίας τους· διάδοση των μυστικών της επιχείρησης. Μεγεθυμένα στις διαστάσεις της κοινωνικής βιομηχανίας, οι αρχές του σαμποτάζ γενικεύονται από την παραγωγή στην κυκλοφορία. Η τεχνική υποδομή της μητρόπολης είναι ευάλωτη: οι ροές της δεν είναι μόνο μεταφορές ανθρώπων και εμπορευμάτων, πληροφορίες και ενέργεια κυκλοφορούν διαμέσου δικτύων από καλώδια, ίνες και κανάλια, που είναι δυνατό να γίνουν αντικείμενο επίθεσης. Το να σαμποτάρεις με κάποια συνέπεια την κοινωνική μηχανή προϋποθέτει σήμερα το να επανακατακτήσεις και να ανακαλύψεις ξανά τα μέσα διακοπής των δικτύων της. Πώς να αχρηστέψεις μια γραμμή του TGV, ένα δίκτυο ηλεκτρισμού; Πώς να βρεις τα αδύναμα σημεία των δικτύων πληροφοριών, πώς να ρίξεις θόρυβο στα ραδιοκύματα και χιόνι στη μικρή οθόνη;

Όσον αφορά τα σοβαρά εμπόδια, είναι λάθος να θεωρούμε αδύνατη κάθε καταστροφή. Αυτό το προμηθεϊκό που υπάρχει εκεί, κρατάει από και συνοψίζεται σε μια ορισμένη χρήση της φωτιάς, έξω από κάθε τυφλό βολονταρισμό. Το 356 π.Χ. ο Hρόστρατος [100] έκαψε τον ναό της Αρτέμιδος, το ένα από τα επτά θαύματα του κόσμου. Στις μέρες μας της ολοκληρωμένης παρακμής, οι ναοί δεν έχουν τίποτα επιβλητικό παρά αυτή την θρηνώδη αλήθεια ότι είναι ήδη ερείπια.

Το να εκμηδενίσουμε αυτή τη μηδαμινότητα δεν έχει τίποτα από μια θλιβερή αγγαρεία. Η τέτοια δράση ξαναβρίσκει μια καινούρια νεότητα. Όλα αποκτούν νόημα, όλα διευθετούνται ξαφνικά, χώρος, χρόνος, φιλία. Φτιάχνει κανείς βέλος από κάθε ξύλο, ξαναβρίσκει τη χρησιμότητα – δεν είναι παρά βέλος. Μέσα στη μιζέρια των καιρών, το “να τα γαμάς όλα” ίσως παίξει το ρόλο – όχι χωρίς λόγο, πρέπει να το ομολογήσουμε – του τελευταίου συλλογικού ξελογιάσματος.

Να αποφύγουμε την ορατότητα. Να στρέψουμε την ανωνυμία σε επιθετική στάση

Σε μια διαδήλωση μια συνδικαλίστρια τραβά τη μάσκα ενός ανώνυμου, που μόλις έσπασε μια βιτρίνα: “Ανάλαβε την ευθύνη για αυτό που κάνεις αντί να κρύβεσαι”. Το να είσαι ορατός σημαίνει να είσαι χωρίς κάλυψη, δηλαδή ευάλωτος. Όταν οι αριστεριστές κάθε χώρας δεν παύουν να “ορατοποιούν” την υπόθεσή τους – είτε είναι για τους άστεγους, είτε για τις γυναίκες, είτε για τους χωρίς-χαρτιά – με την ελπίδα ότι έτσι θα υποστηριχτεί, κάνουν ακριβώς το αντίθετο από αυτό που θα έπρεπε να κάνουν. Όχι να γινόμαστε ορατοί, αλλά να στρέφουμε σε πλεονέκτημά μας την ανωνυμία στην οποία έχουμε εξοριστεί και, μέσω της συνωμοσίας, της νυχτερινής δράσης ή της κεκαλυμμένης, να φτιάχνουμε μια μη ευάλωτη θέση επίθεσης. Η πυρκαγιά του νοεμβρίου του 2005 προσφέρει το μοντέλο. Χωρίς αρχηγό, χωρίς διεκδίκηση, χωρίς οργάνωση αλλά με λόγια, με χειρονομίες, με συνενοχές. Το να μην είσαι τίποτα κοινωνικά δεν είμαι μια ντροπιαστική συνθήκη, η πηγή μιας τραγικής έλλειψης αναγνωρισιμότητας – να είσαι αναγνωρίσιμος: από ποιον; – αλλά αντιθέτως η συνθήκη μιας μέγιστης ελευθερίας δράσης. Το να μην υπογράφεις αυτές τις παρανομίες, να μη δείχνεις παρά αστεία αρχικά – θυμούνται ακόμα κάποιοι το εφήμερο BAFT (Brigade [101] Anti-Flic des Tarterêts [102]) – είναι ένας τρόπος για να διατηρήσεις αυτή την ελευθερία. Προφανέστατα, το να συνθέσουν ένα “προαστιακό” υποκείμενο που θα ήταν ο αυτουργός των “ανταρσιών του νοεμβρίου του 2005” υπήρξε ο ένας από τους πρώτους αμυντικούς χειρισμούς του καθεστώτος. Το να δει κανείς τις φάτσες εκείνων που είναι κάποιοι σε τούτη την κοινωνία μπορεί να βοηθήσει στην κατανόηση της χαράς του να μην είσαι κανείς.

Η ορατότητα είναι προς αποφυγή. Αλλά μια δύναμη που συγκεντρώνεται στο σκοτάδι δε μπορεί να την αποφεύγει για πάντα. Πρέπει να απωθούμε την εμφάνισή μας σαν δύναμη μέχρι την κατάλληλη στιγμή. Διότι όσο πιο αργά μας βρει η ορατότητα, τόσο πιο ισχυρούς θα μας βρει. Κι απ’ τη στιγμή που θα γίνουμε ορατοί, ο χρόνος μας είναι μετρημένος. Είτε είμαστε σε θέση να κονιορτοποιήσουμε το βασίλειό της με συνοπτικές διαδικασίες, είτε είναι αυτή που χωρίς καθυστέρηση θα μας λιώσει.

Να οργανώσουμε την αυτοάμυνα

Ζούμε υπό κατοχή, υπό αστυνομική κατοχή. Σκούπες μεταναστών χωρίς χαρτιά στη μέση του δρόμου, τα χαρακτηριστικά οχήματά που διασχίζουν τις λεωφόρους, η ειρήνευση των γειτονιών της μητρόπολης μέσω τεχνικών σφυρηλατημένων στις αποικίες, οι δημηγορίες του υπουργού Εσωτερικών ενάντια σε “συμμορίες” άξιες για τον πόλεμο στην Αλγερία μας το υπενθυμίζουν καθημερινά. Είναι αρκετά κίνητρα για να μην αφεθούμε πια να μας πατάνε, για να δεσμευτούμε στην αυτοάμυνα.

Στο μέτρο που μεγαλώνει και ακτινοβολεί, μια κομμούνα βλέπει όλο και περισσότερο οι επιχειρήσεις της εξουσίας να στοχεύουν σε αυτό που τη συνιστά. Αυτές οι αντεπιθέσεις παίρνουν τη μορφή του ξελογιάσματος, της επανόρθωσης, και ως ύστατη καταφυγή, της ωμής βίας. Η αυτοάμυνα οφείλει για τις κομμούνες να είναι κάτι προφανές, τόσο πρακτικά όσο και θεωρητικά. Το να εμποδίζουμε μια σύλληψη, να επανασυγκροτούμαστε αριθμητικά με ευκινησία ενάντια σε προσπάθειες έξωσης, να κρύβουμε έναν δικό μας, δεν θα είναι αντανακλαστικά περιττά στους καιρούς που έρχονται. Δεν μπορούμε διαρκώς να επαναδομούμε τις βάσεις μας. Ας σταματήσουμε να καταγγέλουμε την καταστολή, ας ετοιμαστούμε γι’ αυτήν.

Το ζήτημα δεν είναι απλό, διότι στο μέτρο που περιμένει κανείς μια επαύξηση του αστυνομικού έργου που τελείται από τον πληθυσμό – από το ρουφιάνεμα ως την περιστασιακή είσοδο σε μιλίτσιες πολιτών – οι αστυνομικές δυνάμεις διαχέονται στο πλήθος. Το μοντέλο πασπαρτού της αστυνομικής παρέμβασης, ακόμα και σε κατάσταση εξέγερσης, είναι στο εξής ο μπάτσος μέσα στον πολίτη. Η αποτελεσματικότητα της αστυνομίας κατά τις τελευταίες διαδηλώσεις ενάντια στο CPE προερχόταν από αυτούς τους πολίτες που μπερδεύονταν με το πλήθος , περιμένοντας το γεγονός για να αποκαλυφθούν: μάσκες αερίου, γκλοπς, ανακρίσεις· όλα σε συντονισμό με τις υπηρεσίες της τάξης των συνδικάτων. Η απλή πιθανότητα της παρουσίας τους αρκεί για να κινεί την υποψία των διαδηλωτών: ποιος είναι ποιος; και να παραλύει το δράση. Κι αν δεχτούμε ότι μια διαδήλωση δεν είναι ένα μέσο για να μετριόμαστε αλλά φυσικά ένα μέσο για να δρούμε, έχουμε δώσει στους εαυτούς μας τους τρόπους για να ξεσκεπάζουμε τους ασφαλίτες, να τους κυνηγάμε και όταν χρειαστεί να τους παίρνουμε απ’ τα χέρια αυτούς που προσπαθούν να συλλάβουν.

Η αστυνομία δεν είναι ανίκητη στο δρόμο, έχει απλά τα μέσα για να οργανώνεται, για να εκπαιδεύεται και ακατάπαυστα να δοκιμάζει καινούρια όπλα. Συγκριτικά, τα όπλα μας θα είναι πάντα στοιχειώδη, από μας μαστορεμένα και συχνά επινοημένα εκείνη την ώρα. Δεν στοχεύουν σε καμία περίπτωση να ανταγωνιστούν τη δύναμη πυρός των μπάτσικων όπλων αλλά να τους κρατήσουν σε απόσταση, να δημιουργήσουν περισπασμό, να ασκήσουν μια ψυχολογική πίεση ή να ελευθερώσουν με αιφνιδιασμό ένα πέρασμα και να κερδίσουν το πεδίο. Κάθε καινοτομία αναπτυγμένη στα κέντρα της γαλλικής χωροφυλακής για την προετοιμασία της για το αστικό αντάρτικο ολοφάνερα δεν αρκεί και χωρίς αμφιβολία ποτέ δε θα αρκέσει να απαντήσει αρκετά γρήγορα σε μια κινούμενη πολλαπλότητα που μπορεί να χτυπήσει σε διάφορα μέτωπα την ίδια στιγμή και που προπάντων προσπαθεί πάντα να διατηρεί την πρωτοβουλία κινήσεων.

Οι κομμούνες είναι προφανώς ευάλωτες στην επιτήρηση και τις αστυνομικές έρευνες, τη μυστική αστυνομία και τους πληροφοριοδότες. Τα κύματα συλλήψεων αναρχικών στην Ιταλία και των οικο-μαχητών των ΗΠΑ έγιναν δυνατά από υποκλοπές. Κάθε αστυνομική επιτήρηση δίνει τώρα τη θέση της στη λήψη DNA και ταΐζει ένα φάκελο όλο και πιο πλήρη. Ένας βαρκελωνέζος καταληψίας βρέθηκε επειδή είχε αφήσει αποτυπώματα στις μπροσούρες που διένειμε. Οι μέθοδοι φακελώματος βελτιώνονται αδιάκοπα, ειδικά μέσω της βιομετρίας. Και αν η ηλεκτρονική ταυτότητα εφαρμοζόταν, το έργο μας θα ήταν αντιστοίχως πιο δύσκολο. Η Κομμούνα του Παρισίου είχε εν μέρει λύσει το πρόβλημα του φακελώματος: καίγοντας το Δημαρχείο, οι εμπρηστές κατέστρεψαν τις καταχωρίσεις του δημοτολογίου. Μένει να βρούμε τα μέσα για να καταστρέψουμε για πάντα τα πληροφοριακά δεδομένα.

ΕΞΕΓΕΡΣΗ

Η κομμούνα είναι η βασική μονάδα της αντάρτικης πραγματικότητας. Μια εξεγερσιακή κλιμάκωση δεν είναι ίσως τίποτα άλλο από έναν πολλαπλασιασμό των κομμουνών, ο σύνδεσμός τους και η άρθρωσή τους. Σύμφωνα με την πορεία των γεγονότων, οι κομμούνες είτε διαχέονται σε οντότητες του πιο μεγάλου διαμετρήματος είτε διασπώνται. Ανάμεσα σε μια συμμορία αδελφών συνδεδεμένων “στη ζωή και το θάνατο” και τη συνάθροιση μιας πολλαπλότητας από ομάδες, επιτροπές, συμμορίες για την οργάνωση του ανεφοδιασμού και της αυτοάμυνας μιας γειτονιάς, ή και μιας εξεγερμένης περιοχής, δεν υπάρχει παρά διαφορά κλίμακας, είναι χωρίς διάκριση κι αυτές κομμούνες.

Κάθε κομμούνα δε μπορεί παρά να τείνει προς την αυτάρκεια και να νιώθει μέσα της τα χρήματα σαν ένα γελοίο πράγμα, και, με άλλα λόγια, σαν κάτι ανεπιθύμητο. Η δύναμη των χρημάτων έγκειται στο ότι σχηματίζουν ένα δεσμό ανάμεσα σε εκείνους που δεν έχουν μεταξύ τους κανένα δεσμό, στο ότι συνδέουν ξένους σαν ξένους και μ’ αυτό, βάζοντας κάθε πράγμα σε ισοτιμία, το ότι βάζουν τα πάντα σε κυκλοφορία. Η ικανότητα των χρημάτων να συνδέουν τα πάντα πληρώνεται με την υπερβατικότητα αυτού του δεσμού, όπου το ψέμα είναι ο κανόνας. Η δυσπιστία είναι το θεμέλιο της πιστωτικής σχέσης. Το βασίλειο των χρημάτων οφείλει πάντοτε να είναι ως εκ τούτου το βασίλειο του ελέγχου. Η πρακτική κατάργηση των χρημάτων δε μπορεί να γίνει εφικτή παρά με την επέκταση των κομμουνών. Η επέκταση της καθεμίας κομμούνας οφείλει να ελέγχεται μήπως αυτή ξεπεράσει ένα ορισμένο μέγεθος, από το οποίο και πέρα χάνει την επαφή με τον εαυτό της και αναφύει σχεδόν αναπόφευκτα μια κυρίαρχη κάστα. Η κομμούνα θα προτιμήσει λοιπόν να κοπεί στα δύο και έτσι να εξαπλωθεί ενώ ταυτόχρονα προλαμβάνει μια κακή έκβαση.

Το ξεσήκωμα της αλγερινής νεολαίας που έβαλε φωτιά σε ολόκληρη την Καμπυλία την άνοιξη του 2001, έφτασε σε μια σχεδόν απόλυτη ανάληψη του εδάφους, με επιθέσεις στους χωροφύλακες, τα δικαστήρια και σε κάθε εκπρόσωπο του Κράτους, γενικεύοντας την ανταρσία, μέχρι τη μονομερή υποχώρηση των δυνάμεων της τάξης, μέχρι την έμπρακτη παρεμπόδιση της διεξαγωγής των εκλογών. Η δύναμη του κινήματος βρισκόταν στη διαχυμένη συμπληρωματικότητα μεταξύ των πολυάριθμων συστατικών του – που εκπροσωπούνταν πολύ μερικώς στις ατέλειωτες και απελπιστικά ανδροκρατούμενες συνελεύσεις των χωριών και των άλλων λαϊκών επιτροπών. Οι “κομμούνες” της πάντα σειόμενης αλγερινής εξέγερσης είχαν κάποιες φορές το πρόσωπο εκείνων των “φλεγόμενων” νεαρών με τα κράνη που πετούσαν μπουκάλια βενζίνης στους CNS (CRS) από τη στέγη ενός κτίριου στο Tizi Ouzou, κάποιες φορές το αινιγματικό χαμόγελο ενός γέρου αντιστασιακού τυλιγμένου στην κελεμπία του, κάποιες φορές μάλιστα την ενέργεια των γυναικών ενός ορεινού χωριού που κάνουν να αποδώσουν, παρά και ενάντια σε όλα, οι παραδοσιακές καλλιέργειες και η κτηνοτροφία, χωρίς τις οποίες το μπλοκάρισμα της οικονομίας της περιοχής δε θα μπορούσε ποτέ να είναι ούτε τόσο επαναλαμβανόμενο ούτε τόσο συστηματικό.

Να βάλουμε φωτιά σε κάθε κρίση

“Πρέπει εκτός των άλλων να προσθέσουμε ότι δεν θα μπορούσαμε να θεραπεύσουμε το σύνολο του γαλλικού πληθυσμού. Θα πρέπει να κάνουμε λοιπόν επιλογές”. Είναι μ’ αυτόν τον τρόπο που συνοψίζει ένας ειδικός στους ιούς στη le Monde αυτό που θα συνέβαινε σε περίπτωση πανδημίας της γρίπης των πτηνών, στις 7 Σεπτεμβρίου 2005. “Τρομοκρατικές απειλές”, “φυσικές καταστοφές”, “συναγερμοί πανδημιών”, “κοινωνικά κινήματα” και “αστικές βιαιοπραγίες” είναι για τους διευθύνοντες την κοινωνία τουλάχιστον αντίστοιχες στιγμές αστάθειας στις οποίες εδραιώνουν την εξουσία τους μέσω της επιλογής αυτού που τους κάνει κέφι και της εκμηδένισης αυτού που τους ενοχλεί. Είναι λοιπόν επίσης, λογικά, η ευκαιρία για κάθε άλλη δύναμη να συγκεντρωθεί ή να ενισχυθεί, παίρνοντας το αντίπαλο μέρος. Η διακοπή των εμπορευματικών ροών, η αναστολή της κανονικότητας – αρκεί να δει κανείς τι επανέρχεται απ’ την κοινωνική ζωή σε μια πολυκατοικία στην οποία ξαφνικά κόπηκε το ρεύμα για να φανταστεί τι θα μπορούσε να συμβεί με την κοινωνική ζωή σε μια πόλη με κομμένα τα πάντα – και του αστυνομικού ελέγχου ελευθερώνουν δυνατότητες αυτο-οργάνωσης αδιανόητες σε άλλες περιστάσεις. Αυτό δεν διαφεύγει από κανένα. Το επαναστατικό εργατικό κίνημα το είχε καταλάβει μια χαρά και έφτιαξε από τις οικονομικές υφέσεις τα σημεία καμπής της ανόδου του σε ισχύ. Σήμερα, τα ισλαμικά κόμματα δεν έχουν υπάρξει ποτέ τόσο ισχυρά όσο εκεί όπου που έμαθαν να αναπληρώνουν έξυπνα την αδυναμία του Κράτους, για παράδειγμα: κατά την παροχή υποστήριξης μετά το σεισμό της Boumerdès στην Αλγερία ή ακόμα στην καθημερινή βοήθεια προς τον πληθυσμό του Νοτίου Λιβάνου που καταστράφηκε από την ισραηλινό στρατό.

Όπως αναφέραμε πιο πάνω, η ερήμωση της Νέας Ορλεάνης από τον τυφώνα Κατρίνα έδωσε την ευκαιρία σε μια ολόκληρη μερίδα του βορειοαμερικανικού αναρχικού κινήματος να αποκτήσει μια ανήκουστη συνοχή συνασπίζοντας όλους εκείνους που, επί τόπου, αντιστέκονταν στην εξαναγκαστική εκκένωση. Για τα συσσίτια στο δρόμο προϋποτίθεται ότι υπάρχει από πριν μέριμνα για τον ανεφοδιασμό τους· για την ιατρική επείγουσα βοήθεια απαιτείται να έχει κανείς αποκτήσει τη γνώσει και τα απαιτούμενα υλικά, όπως και για την εγκατάσταση ελεύθερων ραδιοφώνων. Όλα τα παραπάνω συγκράτησαν κάτι από χαρά, από υπέρβαση της ατομικής επινοητικότητας, από απτή πραγματικότητα ανυπότακτη στην καθημερινότητα της τάξης και της εργασίας, κάτι που εγγυάται την πολιτική γονιμότητα των παρόμοιων εμπειριών.

Σε μια χώρα όπως η Γαλλία, όπου τα ραδιενεργά νέφη σταματούν στα σύνορα και όπου δε φοβούνται να φτιάξουν ένα κέντρο καρκίνου στις παλιές εγκαταστάσεις της βιομηχανίας AZF που έχει χαρακτηριστεί ως περιοχή Seveso [103], είναι λιγότερο στις “φυσικές” κρίσεις που πρέπει να υπολογίσει κάποιος παρά στις κοινωνικές κρίσεις. Είναι τα κοινωνικά κινήματα που επανέρχονται εδώ πιο συχνά στη διακοπή της κανονικής πορείας της καταστροφής. Σίγουρα, τα τελευταία χρόνια, οι διάφορες απεργίες παρέχουν σε πρώτο λόγο ευκαιρίες για την εξουσία και τις διευθύνσεις των επιχειρήσεων να τεστάρουν την ικανότητά τους να διατηρούν ένα “μίνιμουμ υπηρεσίας” όλο και πιο μεγάλο, μέχρι να κάνουν την παύση της εργασίας στην καθαρή της διάσταση συμβολική – ελάχιστα πιο επιζήμια από μια χιονόπτωση ή μια αυτοκτονία στο δρόμο. Όμως ανατρέποντας τις καθιερωμένες στρατευμένες πρακτικές με τη συστηματική κατάληψη των εγκαταστάσεων και το επίμονο μπλοκάρισμα, οι αγώνες των λυκείων του 2005 και οι αγώνες ενάντια στο CPE θύμισαν την ικανότητα ενόχλησης και διαχυμένης επίθεσης των μεγάλων κινημάτων. Με όλες τις ομάδες που ζωντάνεψαν στο ξύπνημά τους, άφησαν να δούμε φευγαλέα υπό ποιες συνθήκες κινήματα μπορούν να γίνουν ο τόπος ανάδυσης καινούριων κομμουνών.

Να σαμποτάρουμε κάθε στιγμή αναπαράστασης.


Να γενικεύσουμε το παραμίλημα.


Να καταργήσουμε τις γενικές συνελεύσεις

Κάθε κοινωνικό κίνημα συναντά σαν πρώτο εμπόδιο, πολύ πριν αυτή καθαυτή την αστυνομία, τις συνδικαλιστικές δυνάμεις και κάθε μικρογραφειοκρατεία της οποίας η δουλειά είναι να πλαισιώνει τους αγώνες. Οι κομμούνες, οι ομάδες βάσης, οι συμμορίες δυσπιστούν αυθόρμητα σ’ αυτές. Είναι γι’ αυτό που οι παραγραφειοκράτες έχουν ανακαλύψει εδώ και είκοσι χρόνια τα μετωπικά σχήματα, τα οποία, λόγω της απουσίας ταμπέλας, έχουν τον αέρα μιας κάποιας αθωότητας, αλλά δεν παραμένουν λιγότερο το ιδανικό τερέν για τις μανούβρες των παραπάνω. Ας δοκιμάσει μια παραστρατημένη συλλογικότητα να ασκήσει την αυτονομία της και τότε δεν σταματούν να την αδειάζουν από κάθε τέτοιο περιεχόμενο απομακρύνοντας αποφασιστικά τα κρίσιμα ζητήματα. Γίνονται μανιώδεις, παίρνουν φωτιά· όχι από πάθος για συζήτηση, αλλά λόγω της δουλειάς τους να την ξορκίζουν. Κι όταν η ερεθισμένη τους υπεράσπιση της απάθειας βρει απήχηση στη συλλογικότητα, εξηγούν την αποτυχία της μειοψηφούσας γνώμης ως έλλειψη πολιτικής συνείδησης. Πρέπει να πούμε ότι στη Γαλλία, χάρη ειδικά στη λυσσαλέα δραστηριότητα των διαφόρων τροτσκιστικών παρεκκλησιών, δεν είναι η τέχνη του πολιτικού χειρισμού που λείπει από την στρατευμένη νεολαία. Από την πυρκαγιά του νοεμβρίου του 2005, δεν ήταν αυτή που ήξερε να αντλήσει τούτο το μάθημα: κάθε μετωπικό σχήμα είναι περιττό εκεί όπου βρίσκεται το μέτωπο, οι οργανώσεις είναι άχρηστες εκεί όπου κανείς οργανώνεται.

Ένα άλλο αντανακλαστικό είναι, για την παραμικρή κίνηση, να κάνουν μια γενική συνέλευση και να ψηφίζουν. Είναι λάθος. Το απλό διακύβευμα της ψήφου, της απόφασης προς λήψη, αρκεί για να μετατρέψει τη συνέλευση σε εφιάλτη, να την κάνει το θέατρο όπου συγκρούονται όλες οι διεκδικήσεις της εξουσίας. Υφιστάμεθα εκεί το κακό παράδειγμα των μπουρζουάδικων κοινοβουλίων. Η συνέλευση δεν είναι φτιαγμένη για την απόφαση αλλά για τη φλυαρία, για την ελευθερία του λόγου που ασκείται χωρίς σκοπό.

Η ανάγκη της σύναξης είναι τόσο σταθερή στους ανθρώπους όσο σπάνια είναι η ανάγκη να αποφασίζουν. Η σύναξη ανταποκρίνεται στη χαρά να νιώθει κανείς μια κοινή δύναμη. Το να αποφασίζει δεν είναι κρίσιμο παρά σε καταστάσεις επείγοντος, στις οποίες η άσκηση της δημοκρατίας έχει ούτως ή άλλως διακινδυνευτεί. Για τον υπόλοιπο καιρό το πρόβλημα δεν είναι εκείνο του “δημοκρατικού χαρακτήρα της διαδικασίας λήψης αποφάσεων” παρά για τους φανατικούς των διαδικασιών. Το θέμα δεν είναι να ασκήσουμε κριτική στις συνελεύσεις ή να τις εγκαταλείψουμε αλλά να ελευθερώσουμε το λόγο, τις χειρονομίες και τα παιχνίδια μεταξύ των ανθρώπων. Αρκεί να δούμε ότι ο καθένας δεν έρχεται σ΄ αυτές με μια άποψη, μια πρόταση, αλλά με επιθυμίες, με αφοσιώσεις, με ικανότητες, με δυνάμεις, με λύπες και με μια ορισμένη διαθεσιμότητα. Αν κατορθώσουμε να τσακίσουμε αυτό το φάντασμα της Γενικής Συνέλευσης προς όφελος μιας τέτοιας συνέλευσης παρουσιών, αν κατορθώσουμε να ματαιώσουμε τον διαρκώς αναγεννώμενο πειρασμό για ηγεμονία, αν σταματήσουμε να εστιάζουμε στην απόφαση σαν κάτι προσδιοριστικό, υπάρχουν κάποιες πιθανότητες να παραχθεί μια απ’ αυτές τις διογκώσεις της μάζας, αυτά τα φαινόμενα συλλογικής αποκρυστάλλωσης, όπου μια απόφαση συνεπαίρνει τους ανθρώπους στο σύνολό τους ή σε ένα μέρος τους.

Τα ίδια ισχύουν και στις αποφάσεις για τις δράσεις. Το να εκκινήσουμε από την αρχή ότι “η δράση οφείλει να καθορίζει την εξέλιξη μιας συνέλευσης”, καθιστά αδύνατο τόσο τον αναβρασμό της συζήτησης όσο και την αποτελεσματική δράση. Μια συνέλευση με πολλούς ανθρώπους άγνωστους μεταξύ τους είναι καταδικασμένη να παραδοθεί στους ειδικούς της δράσης, δηλαδή να αφήσει τη δράση στον έλεγχό τους. Από τη μια πλευρά οι εξουσιοδοτημένοι είναι περιορισμένοι στο πεδίο της δράσης τους, από την άλλη, τίποτα δεν τους εμποδίζει να κοροϊδέψουν τους πάντες.

Το θέμα δεν είναι να θέσουμε μια ιδανική μορφή δράσης. Το ουσιαστικό είναι ότι η δράση δίνει στον εαυτό της τη μορφή που επιδιώκει, και δεν υποτάσσεται σ’ αυτήν. Αυτό προϋποθέτει ότι μοιραζόμαστε μια ίδια πολιτική και γεωγραφική θέση – όπως τα τμήματα της Κομμούνας του Παρισίου κατά τη διάρκεια της Γαλλικής Επανάστασης – αλλά και μια ίδια κυκλοφορούσα γνώση. Ως προς την απόφαση για τις δράσεις, θα μπορούσε να υπάρχει αυτή η αρχή: όλοι πάνε για αναγνώριση πεδίου, διασταυρώνουν τις πληροφορίες, και η απόφαση έρχεται από μόνη της, πιο πολύ θα μας πάρει παρά θα την πάρουμε. Η κυκλοφορία της γνώσης ακυρώνει την ιεραρχία, εξισώνει από τα πάνω. Η οριζόντια επικοινωνία, πολλαπλασιαζόμενη, είναι επίσης η καλύτερη μορφή συντονισμού των διαφορετικών κομμουνών για να τελειώνουμε με την ηγεμονία.

Να μπλοκάρουμε την οικονομία αλλά να μετράμε την ικανότητα μπλοκαρίσματος με το επίπεδο της αυτο-οργάνωσης.

Τέλος ιουνίου 2006 και σε ολόκληρο το Κρατίδιο της Οαχάκα, οι καταλήψεις δημαρχείων πολλαπλασιάζονται, οι εξεγερμένοι καταλαμβάνουν δημόσια κτίρια. Σε ορισμένες κοινότητες εκτοπίζουν τους δημάρχους και επιτάσσουν τα υπηρεσιακά οχήματα. Ένα μήνα μετέπειτα η πρόσβαση σε ορισμένα ξενοδοχεία και τουριστικές εγκαταστάσεις είναι μπλοκαρισμένη. Το Υπουργείο Τουρισμού μιλά για καταστροφή “αντίστοιχη του τυφώνα Βίλμα”. Μερικά χρόνια πιο πριν, το μπλοκάρισμα είχε γίνει μια από τις βασικές μορφές δράσης του κινήματος της αργεντίνικης εξέγερσης, με τις διαφορετικές τοπικές ομάδες να προσφέρουν τη βοήθειά τους για το μπλοκάρισμα αυτού ή εκείνου του άξονα, απειλώντας σταθερά, με τη συνδυασμένη δράση τους να παραλύσουν όλη τη χώρα εάν οι διεκδικήσεις τους δεν ικανοποιούνταν. Μια τέτοια απειλή φτιάχνει μακροπρόθεσμα έναν ισχυρό μοχλό στα χέρια των σιδηροδρομικών, των εργατών του ρεύματος και του γκαζιού, των οδηγών λεωφορείων. Το κίνημα ενάντια στο CPE δεν δίστασε να μπλοκάρει σταθμούς, περιφερειακές οδούς, βιομηχανίες, αυτοκινητόδρομους, σουπερμάρκετ και αεροδρόμια. Δεν χρειάστηκαν περισσότερα από τριακόσια άτομα, στη Rennes, για να κλείσουν τον περιφερειακό για ώρες και να προκαλέσουν σαράντα χιλιόμετρα συμφόρηση.

Να τα μπλοκάρουμε όλα, ιδού λοιπόν το πρώτο αντανακλαστικό όλων εκείνων που υψώνονται ενάντια στην παρούσα τάξη. Σε μια απεδαφικοποιημένη οικονομία, όπου οι επιχειρήσεις λειτουργούν με εκτεινόμενες ροές, όπου η αξία αντλείται από τη σύνδεση στο δίκτυο, όπου οι αυτοκινητόδρομοι αποτελούν τους κρίκους της αλυσίδας της αποϋλοποιημένης παραγωγής που πηγαίνει από υπεργολάβο σε υπεργολάβο και από εκεί στην εταιρία μονταρίσματος, το μπλοκάρισμα της παραγωγής είναι ένα και το αυτό με το μπλοκάρισμα της κυκλοφορίας.

Αλλά δε μπορούμε να μιλάμε για μπλοκάρισμα περισσοτέρων πραγμάτων απ’ ότι επιτρέπει η ικανότητα ανεφοδιασμού και επικοινωνίας των εξεγερμένων, η αποτελεσματική αυτο-οργάνωση των διαφορετικών κομμουνών. Πώς θα τραφούμε από τη στιγμή που θα είναι όλα παραλυμένα; Η λεηλασία των εμπορευμάτων, όπως έγινε στην Αργεντινή, έχει τα όριά της. Όσο τεράστιοι κι αν είναι οι ναοί της κατανάλωσης, δεν είναι ανεξάντλητες αποθήκες τροφίμων. Η απόκτηση συν τω χρόνω της δεξιότητας να προμηθευόμαστε τα απαραίτητα για τη συντήρησή μας περιλαμβάνει συνεπώς την οικειοποίηση των μέσων της παραγωγής τους. Και σ’ αυτό το σημείο μοιάζει πλέον άχρηστο να περιμένουμε για πολύ. Το να αφήνουμε σήμερα στο δύο τα εκατό του πληθυσμού τη μέριμνα για τη διατροφή όλων των υπολοίπων είναι μια ηλιθιότητα ιστορική όσο και στρατηγική.

Να απελευθερώσουμε το έδαφος από την αστυνομική κατοχή.


Να αποφύγουμε όσο το δυνατόν την κατά μέτωπο σύγκρουση.

“Αυτό το ζήτημα κάνει φανερό ότι δε αναφερόμαστε σε μια νεολαία που διεκδικεί λίγο παραπάνω από το κοινωνικό αλλά σε άτομα που κηρύσσουν τον πόλεμο στη Δημοκρατία”, σημείωνε ένας σαφής μπάτσος επί τη ευκαιρία των πρόσφατων ενεδρών. Η επίθεση που στοχεύει στο να ελευθερώσει το έδαφος από την αστυνομική του κατοχή έχει ήδη αναληφθεί και μπορεί να υπολογίζει στα ανεξάντλητα αποθέματα αγανάκτησης που αυτές οι δυνάμεις έχουν ενώσει εναντίον τους. Τα “κοινωνικά κινήματα” τα ίδια έχουν κερδηθεί όλο και περισσότερο από την ανταρσία, όχι λιγότερο από τους ταραξίες της Rennes που καθ’ όλο το 2005 συγκρούονταν με τους CRS κάθε πέμπτη βράδυ ή εκείνοι της Βαρκελώνης που πρόσφατα κατά τη διάρκεια ενός botellion [104] αφάνισαν μια εμπορική αρτηρία της πόλης. Το κίνημα ενάντια στο CPE είδε την επιστροφή της βόμβας μολότωφ. Αλλά σ’ αυτό το σημείο ορισμένα προάστια είναι αξεπέραστα. Ειδικά σ΄αυτήν την τεχνική που διαιωνίζεται ήδη εδώ και καιρό· την ενέδρα. Το ίδιο και στις 13 οκτωβρίου στο Epinay: ομάδες των BAC [105] έτρεξαν γύρω στις 11 για μια κλήση για κλοπή σε αυτοκίνητο· στην άφιξή τους, μια ομάδα “βρέθηκε μπλοκαρισμένη από δύο οχήματα τοποθετημένα κάθετα στο δρόμο και από περισσότερους από μια τριαντάδα άτομα που κουβαλούσαν σιδηρολοστούς και περίστροφα και πετούσαν πέτρες στο όχημα της αστυνομίας και χρησιμοποιήσαν δακρυγόνο ενάντια στους αστυνομικούς”. Σε μικρότερη κλίμακα κάποιος μπορεί να σκεφτεί αυτά τα αστυνομικά τμήματα που έχουν δεχτεί επίθεση μετά τη λήξη της υπηρεσίας: παράθυρα σπασμένα, οχήματα στις φλόγες.

Είναι μια από τις κτήσεις των τελευταίων κινημάτων το ότι μια πραγματική διαδήλωση είναι στο εξής «άγρια», μη δηλωμένη στις αρχές. Έχοντας την επιλογή του τερέν, θα φροντίσουμε, όπως έκανε το Black Bloc στη Γένοβα το 2001, να παρακάμψουμε τις κόκκινες ζώνες, να αποφύγουμε την άμεση σύγκρουση και έχοντας αποφασίσει τη διαδρομή, να προχωράμε εμείς τους μπάτσους αντί να μας προχωράει η όποια αστυνομία, ειδικά η συνδικαλιστική, ειδικά η πασιφιστική. Έγινε φανερό τότε ότι μια χιλιάδα αποφασισμένων ατόμων μπορεί να σπρώξει πίσω κλούβες ολόκληρες καραμπινιέρων [106], για να τις κάψει στο τέλος. Το κρίσιμο δεν είναι να είσαι ο πιο καλά οπλισμένος αλλά να έχεις την πρωτοβουλία των κινήσεων. Η γενναιότητα δεν είναι κάτι, η εμπιστοσύνη στη γενναιότητά σου είναι το παν. Σ’ αυτή συνεισφέρει το να έχεις την πρωτοβουλία.

Εύλογα ωστόσο μπορούμε να θεωρήσουμε τις άμεσες συγκρούσεις σαν σημεία καθήλωσης των αντίπαλων δυνάμεων που επιτρέπουν τη χρονοτριβή και την επίθεση σε άλλο σημείο – ακόμα και πολύ κοντά. Κι αν ακόμα δε μπορούμε να αποτρέψουμε ότι μια σύγκρουση θα λάβει χώρα, τίποτα δε μας απαγορεύει να τη μετατρέψουμε σε έναν απλό αντιπερισπασμό. Και πιο πολύ από τις ίδιες τις δράσεις, οφείλουμε να αφοσιωθούμε στο συντονισμό τους. Η παρενόχληση της αστυνομίας σημαίνει ότι πανταχού παρούσα η τελευταία, δεν είναι πουθενά αποτελεσματική.

Κάθε πράξη παρενόχλησης αναζωογονεί αυτήν την αλήθεια, διατυπωμένη από το 1842: «Η ζωή του αστυνομικού είναι σκληρή· η θέση του στο κοινωνικό περιβάλλον τόσο ντροπιαστική και περιφρονημένη όσο το ίδιο το έγκλημα [...] Το αίσχος και η κακοφημία τον ζώνουν απ’ όλες τις πλευρές, η κοινωνία δεν τον θέλει στους κόλπους της, τον απομονώνει σαν παρία, του φτύνει την περιφρόνησή της μαζί με το μισθό του, χωρίς τύψεις, χωρίς λύπηση, χωρίς οίκτο [...] η ταυτότητα της αστυνομίας που κουβαλά στην τσέπη του είναι ένα πιστοποιητικό του εξευτελισμού του». Την 21 Νοεμβρίου του 2006, οι διαδηλωτές πυροσβέστες στο Παρίσι επιτέθηκαν στους CRS με σφυριά και τραυμάτισαν δεκαπέντε. Αυτό για να θυμηθούμε ότι το να υπηρετείς και να βοηθάς τους άλλους σαν επάγγελμα δεν θα μπορούσε ποτέ να είναι μια έγκυρη δικαιολογία για το να μπεις στην αστυνομία.

Να έχουμε όπλα. Να κάνουμε τα πάντα για να είναι η χρήση τους περιττή. Μπροστά στον εχθρό, η νίκη είναι πολιτική

Δεν υπάρχει ειρηνική εξέγερση. Τα όπλα είναι απαραίτητα: οφείλουμε όμως να κάνουμε τα πάντα για να είναι η χρήση τους περιττή. Μια εξέγερση είναι περισσότερο μια ανάληψη των όπλων, μια “ένοπλη μονιμότητα”, παρά ένα πέρασμα στον ένοπλο αγώνα. Είναι εξαιρετικά σημαντικό να διακρίνουμε τον εξοπλισμό από τη χρήση των όπλων. Τα όπλα συνιστούν μια επαναστατική σταθερά, παρότι η χρήση τους δεν είναι συχνή ή αποφασιστική, τις στιγμές της μεγάλης ανατροπής: την 10η του αυγούστου του 1792, την 18η του μαρτίου του 1871, τον οκτώβριο του 1917. Όταν η εξουσία είναι μέσα στο χαντάκι, αρκεί να πατήσεις πάνω της.

Μέσα στην απόσταση που μας χωρίζει απ’ αυτά, τα όπλα έχουν αποκτήσει αυτό το διπλό χαρακτήρα της γοητείας και της αποστροφής, τον οποίο μπορούμε να υπερβούμε μόνο αν τα πιάσουμε στα χέρια μας. Από έναν αυθεντικό πασιφισμό δεν γίνεται να αποκλειστούν τα όπλα, παρά μόνο η χρήση τους. Το να είναι κανείς πασιφιστής χωρίς τη δυνατότητα χρήσης πυρός δεν είναι παρά η θεωρητικοποίηση μιας έλλειψης δύναμης. Αυτός ο a priori πασιφισμός αντιστοιχεί σε ένα είδος προληπτικού αφοπλισμού, είναι μια καθαρά αστυνομική επιχείρηση. Στην πραγματικότητα το ζήτημα του πασιφισμού δεν τίθεται σοβαρά παρά για εκείνον που έχει τη δυνατότητα χρήσης πυρός. Και σ’ αυτήν την περίπτωση ο πασιφισμός του θα είναι αντιθέτως ένα σημάδι δύναμης, διότι μόνο εξ αιτίας μιας ακραίας θέσης ισχύος απαλλάχτηκε από την ανάγκη να κάνει χρήση πυρός.

Από την άποψη της στρατηγικής, η έμμεση δράση, η ασύμμετρη, μοιάζει η πιο προσοδοφόρος, η πιο προσαρμοσμένη στην εποχή: δεν επιτίθεσαι κατά μέτωπο σε έναν στρατό κατοχής. Κατά συνέπεια μια προοπτική ενός αστικού αντάρτικου αλα ιράκ, που θα τελμάτωνε χωρίς πιθανότητα επίθεσης, είναι περισσότερο να την τρέμει κανείς παρά να την επιθυμεί. Η στρατιωτικοποίηση του εμφύλιου πολέμου είναι η αποτυχία της εξέγερσης. Οι Κόκκινοι μπόρεσαν βέβαια να θριαμβεύσουν το 1921, ωστόσο η Ρώσικη Επανάσταση είχε ήδη χαθεί.

Πρέπει να αναλογιστούμε δύο αντιδράσεις από το κράτος. Η μία της ευθείας εχθρότητας, η άλλη πιο πανούργα, δημοκρατική. Η πρώτη καλώντας την απερίφραστη καταστροφή, η δεύτερη μια ευφυή εχθρότητα αλλά αδυσώπητη: το μόνο που περιμένει είναι να μας τυλίξει σε μια κόλλα χαρτί. Μπορεί κανείς να νικηθεί από τη δικτατορία όπως και από το γεγονός ότι απομειώθηκε στο να μην αντιτίθεται παρά στη δικτατορία. Η ήττα συνίσταται τόσο στο να χάσεις έναν πόλεμο όσο και στο να χάσεις την επιλογή του πολέμου που θα διεξαγάγεις. Και τα δύο είναι κατά τα λοιπά πιθανά, όπως το αποδεικνύει η Ισπανία του 1936: από το φασισμό, από τη δημοκρατία, οι επαναστάτες εκεί ηττήθηκαν διπλά.

Από τη στιγμή που τα πράγματα γίνονται σοβαρά, είναι ο στρατός που καταλαμβάνει το τερέν. Η ενεργοποίησή του μοιάζει λιγότερο προφανής. Θα έπρεπε για να συμβεί αυτή ένα Κράτος να έχει αποφασίσει ότι θα κάνει σφαγή, κάτι που στην πραγματικότητα δεν είναι παρά φοβέρα, κάπως σαν τη χρήση των πυρηνικών όπλων εδώ και μισό αιώνα. Το σίγουρο είναι ότι, παρότι τραυματισμένο εδώ και αρκετό καιρό, το κρατικό κτήνος παραμένει επικίνδυνο. Το σίγουρο επίσης είναι ότι ενώπιον ενός στρατού, χρειάζεται ένα μεγάλο πλήθος που να εισβάλλει στις γραμμές του και να αδελφώνεται. Χρειάστηκε τη 18η μαρτίου του 1871. Ο στρατός στους δρόμους, πρόκειται για κατάσταση εξέγερσης. Ο στρατός ενεργοποιείται, η τελική έκβαση επισπεύδεται. Ο καθένας νιώθει αναγκασμένος να πάρει θέση, να επιλέξει ανάμεσα στην αναρχία ή το φόβο για την αναρχία. Είναι ως πολιτική δύναμη που μια εξέγερση θριαμβεύει. Πολιτικά, δεν είναι αδύνατο να επιβληθείς σε έναν στρατό.

Να καθαιρέσουμε τοπικά τις αρχές

Το ζήτημα για μια εξέγερση είναι να κάνει τον εαυτό της μη αναστρέψιμο. Η μη αναστρεψιμότητα έχει επιτευχθεί όταν έχει κανείς κατανικήσει την ίδια στιγμή τις αρχές και την ανάγκη για αυθεντία [107], την ίδια στιγμή την ιδιοκτησία και το θέλγητρο της πρόσκτησης, την ίδια στιγμή κάθε ηγεμονία και την επιθυμία της ηγεμονίας. Είναι γι’ αυτό το λόγο που η διαδικασία της εξέγερσης περιλαμβάνει μέσα της τη μορφή της νίκης της ή εκείνη της αποτυχίας της. Κι όσον αφορά τη μη αναστρεψιμότητα, η καταστροφή δεν υπήρξε ποτέ αρκετή. Όλα είναι στον τρόπο. Υπάρχουν τρόποι καταστροφής που προκαλούν αναπόδραστα την επιστροφή αυτού που καταστράφηκε. Όποιος παιδεύει το πτώμα μιας ορισμένης τάξης, εξασφαλίζει στον εαυτό του τη έγερση του καλέσματος αυτών που θα εκδικηθούν για αυτήν. Επίσης, παντού όπου έχει μπλοκαριστεί η οικονομία, όπου η αστυνομία έχει εξουδετερωθεί, είναι κρίσιμο να βάζει κανείς το λιγότερο δυνατό πάθος στην ανατροπή των αρχών. Πρέπει να καθαιρούνται με μια ελαφρότητα και μια χλεύη σχολαστική.

Στην αποκέντρωση της εξουσίας απαντά, σε τούτη την εποχή, το τέλος των επαναστατικών κεντρικοτήτων. Υπάρχουν φυσικά ακόμα Χειμερινά Ανάκτορα, αλλά είναι πιο καλά προορισμένα για τις επιθέσεις των τουριστών παρά των εξεγερμένων. Μπορούμε να πάρουμε το Παρίσι, ή τη Ρώμη, ή το Μπουένος Άιρες των ημερών μας, χωρίς να έχουμε οριστικοποιήσει τη νίκη. Η κατάληψη της Rungis [108] είχε σίγουρα περισσότερα αποτελέσματα από εκείνη των Ηλυσίων Πεδίων. Η εξουσία δεν συγκεντρώνεται πλέον σε ένα σημείο του κόσμου, είναι ο ίδιος ο κόσμος, οι ροές του και οι λεωφόροι του, οι άνθρωποι και οι νόρμες του, οι κώδικες και οι τεχνολογίες του. Η εξουσία είναι η ίδια η οργάνωση της μητρόπολης. Είναι η αψεγάδιαστη απολυτότητα του κόσμου του εμπορεύματος σε κάθε του σημείο. Έτσι, όποιος τη νικά τοπικά, παράγει δια μέσω των δικτύων ένα κύμα σοκ σε πλανητικό επίπεδο. Οι εφορμώντες στο Clichy-sous-Bois έδωσαν χαρά σε περισσότερα από ένα αμερικανικά σπίτια, ενώ οι εξεγερμένοι της Οαχάκα βρήκαν εγκάρδια αλληλεγγύη από το Παρίσι. Για την Γαλλία, η απώλεια της κεντρικότητας της εξουσίας σημαίνει το τέλος της παρισινής επαναστατικής κεντρικότητας. Κάθε καινούριο κίνημα από τις απεργίες του 1995 [109] κι έπειτα το επιβεβαιώνει. Δεν είναι εκεί πλέον που ξεπροβάλλουν οι αγέλες οι πιο τολμηρές, οι πιο συμπαγείς. Για να κλείσουμε, είναι απλά σαν στόχος επιδρομής, σαν τερέν λεηλασίας και καταστροφής που διακρίνεται ακόμα το Παρίσι. Υπάρχουν γενναίες και βάρβαρες εισβολές, έχοντας έρθει από αλλού, που επιτίθενται στα σημεία της μέγιστης πύκνωσης των μητροπολιτικών ροών. Υπάρχουν ίχνη οργής που διασχίζουν την έρημο αυτής της φτιαχτής αφθονίας και χάνονται. Θα έρθει μια μέρα όπου θα κείτεται μεγαλειωδώς κατεστραμμένη αυτή η σύμπηξη της εξουσίας που είναι η πρωτεύουσα, αλλά αυτό θα γίνει μετά από μια διαδικασία που θα είναι πιο προωθημένη οπουδήποτε αλλού παρά εκεί.

Όλη η εξουσία στις κομμούνες!

Στο μετρό δε βρίσκει κανείς πλέον αυτήν την ασπίδα προστασίας που συνήθως εμποδίζει τις χειρονομίες των επιβατών. Οι άγνωστοι μιλούν μεταξύ τους, δεν πλησιάζουν δειλά ο ένας τον άλλο. Μια ομάδα σε κουβεντούλα στη γωνιά του δρόμου. Πιο μαζικές συνάξεις στις λεωφόρους με σοβαρές συζητήσεις. Οι επιθέσεις σε ερωταπάντηση μεταξύ τους από τη μία πόλη στην άλλη, από τη μία μέρα στην άλλη. Ένας καινούριος στρατώνας λεηλατήθηκε πρώτα και μετά κάηκε. Οι διωγμένοι κάτοικοι ενός πρώην κατειλημμένου σπιτιού σταμάτησαν τις διαπραγματεύσεις με τον δήμαρχο: το κατοικούν. Σε ένα ξέσπασμα σαφήνειας ένας διευθυντής μόλις έριξε σε μίτινγκ με φουλ απαρτία μια ψυχρολουσία σε μια χούφτα στελέχη. Στοιχεία που περιείχαν τις προσωπικές διευθύνσεις όλων των αστυνομικών και χωροφυλάκων όπως επίσης και των σωφρονιστικών υπαλλήλων μόλις διέρρευσαν, προκαλώντας ένα χωρίς προηγούμενο κύμα εσπευσμένων μετακομίσεων. Στο παλιό μπακάλικο-καφενείο του χωριού φέρνουμε το πλεόνασμα αυτού που παράγουμε και όλοι παίρνουμε ό,τι μας λείπει. Συναντιόμαστε επίσης εκεί για να συζητήσουμε την γενική κατάσταση και για τα υλικά που μας είναι απαραίτητα για το μηχανουργείο. Το ραδιόφωνο κρατά ενήμερους τους εξεγερμένους για την υποχώρηση των κυβερνητικών δυνάμεων. Μια ρουκέτα μόλις άνοιξε στη μέση την περίβολο των φυλακών του Clairvaux. Αδύνατον να πει κανείς αν έχει περάσει ένας μήνας ή χρόνια από τότε που ξεκίνησαν τα “γεγονότα”. Ο Πρωθυπουργός μοιάζει εντελώς μόνος του με τις εκκλήσεις του για ηρεμία.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1ΣτΑμ. “Chibani” είναι ο γέρος άνδρας στα αραβικά. Ένα καφέ με αυτό το όνομα στη γειτονιά Belleville του Παρισίου, (γειτονια) που κατοικείται από μετανάστες μεγάλων ηλικιών, ήταν το πρώτο μέρος αποκλειστικά γι’ αυτούς στο Παρίσι.

2ΣτΑμ. Όλοι τους να τα μαζεύουν! Δημοφιλές σύνθημα στην εξέγερση του 2001.

3Στμ. Republic εννοείται η Γαλλική Δημοκρατία, δηλαδή το πολίτευμα και κατά συνέπεια το γαλλικό κράτος Στο εξής η Δημοκρατία (δηλαδή με κεφαλαίο) θα είναι η απόδοση του Republique, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά..

4ΣτΑμ. Μια ευρωπαϊκή αντιρατσιστική ΜΚΟ, βασικά μια μετωπική οργάνωση του Σοσιαλιστικού Κόμματος.

5ΣτΑμ. Ο “κώδικας σιωπής” της μαφίας. Καμία συνεργασία με τις κρατικές αρχές ή εμπιστοσύνη στις υπηρεσίες τους, ακόμα και όταν είναι κανείς θύμα ενός εγκλήματος.

6ΣτΑμ. Η σφαγή για μια ολόκληρη εβδομάδα που τσάκισε την Παρισινή Κομμούνα.

7Στμ. Ακολουθούμε την αγγλική απόδοση του républicaines.

8Brigade Anti-Criminalite – μυστική αστυνομία.

9ΣτΑμ. Γαλλικό ραπ super-group.

10Στμ. Prothèses αναφέρεται μεταφορικά. Κύρια σημασία του η χειρουργική προσθήκη πλευρών ή άλλων οστών που λείπουν.

11Στμ. Revenu d’existence. Κατά λέξη είναι “εισόδημα ύπαρξης” αλλά οι θεσμοί εννοούν τη “διατήρηση στη ζωή”.

12Στμ. Αγγλικά στο κείμενο.

13Στμ. Ludotheque: μοιάζει με αυτό που ξέρουμε ως “παιδότοπο”. Όμως οι ludotheques είναι δημόσιες ή με μορφή συλλόγων και δεν είναι εσώκλειστες παιδικές χαρές για να ξεδίνουν “άφοβα” τα παιδιά αλλά χώροι εξοπλισμένοι με διάφορων ειδών παιχνίδια που σκοπό έχουν την επιμορφωτική απασχόληση των παιδιών. Ή τουλάχιστον έτσι λένε, πάντως πιο πιστευτά από το να τα έλεγε αυτά ένας παιδότοπος ελληνικού τύπου.

14Στμ. Τα υποβαθμισμένα προάστια των μεγάλων πόλεων της Γαλλίας, όπου έλαβε ξέσπασε η εξεγερση του 2005, αν και , όπως μας λένε οι συγγραφείς, δεν περιορίστηκε εκεί.

15Στμ. Informelle. Αυτό που στην ελλάδα ονομάζεται παραοικονομία.

16Στμ. Σαν να λέμε: την είσοδο στο πανεπιστήμιο.

17ΣτΑμ. Ο Ferry, που παραιτήθηκε από έπαρχος του Σηκουάνα (διοικητής στο Παρίσι κατά τη διάρκεια της Κομμούνας) αφού η Κομμούνα είχε συνθλιβεί, τελικά έγινε υπουργός παιδείας και πέρασε τους “Νόμους Jules Ferry”, ένα σύνολο γαλλικών νόμων που για πρώτη φορά καθιέρωσαν τη δωρεάν παιδεία (1881) και κατόπιν την έκαναν υποχρεωτική και κοσμική (1882).

18ΣτΑμ. Ένα ημίωρο δελτίο ειδήσεων στο κανάλι French TV στις 8 μ.μ. .

19ΣτΑμ. Τα γαλλικά ΜΑΤ.

20Στμ. Έκφραση που χρησιμοποιούταν για την ατίθαση νεολαία των 60s.

21Στμ. “Όμορφη εποχή”: Η εποχή από τα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα ως τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, η οποία χαρακτηριζόταν από μια συνολική άνοδο του βιοτικού επιπέδου συνοδευμένη από τις υπερβολές και την τρυφή των ανώτερων στρωμάτων και μια ατμόσφαιρα γενικής αισιοδοξίας, που κάποια στιγμή βέβαια διαψεύσθηκε. Οι απάχηδες ήταν ομάδες νεαρών μικροπαραβατικών που δρούσαν τότε σε συνοικίες του Παρισίου. Πλάι στις ημιπαράνομες ή και παράνομες μεθόδους τους για να εξασφαλίζουν τα προς το ζην, αναπτύσσονταν ελευθεριακά ήθη με πιο χαρακτηριστικά αυτά που αφορούσαν τη θέση και το ρόλο των γυναικών στις συμμορίες αυτές.

22Στμ. policés: πέρα από την κατά λέξη απόδοση του κειμένου, κατά πάσα πιθανότητα οι συγγραφείς θα ήθελαν να δώσουν και το νόημα της (αυτο)αστυνόμευσης. Μόνο αυτό το τελευταίο νόημα αποδόθηκε στην αγγλική μετάφραση.

23Διάσημος Γάλλος ληστής, δολοφόνος και απαγωγέας που δολοφονήθηκε από την αστυνομία το 1979.

24Στμ. Οι συγγραφείς αναφέρονται πιθανότατα στους τίτλους της λίστας των ατόμων με τα οποία επικοινωνούμε μέσω των e-mails και των διαφόρων κοινωνικών δικτύων.

25Στμ. milieu:Στην αγγλική μετάφραση η λέξη έχει παραμείνει αυτούσια, στα γαλλικά. Κατά λέξη σημαίνει το περιβάλλον, τον (κοινωνικό) περίγυρο. Επίσης σημαίνει μέση. Η έννοια αυτή βρίσκεται σε πολλά γραπτά της γαλλικής διανόησης, συναντιέται εξόχως στον Φουκώ και είναι κομβική για τους Deleuze και Guattari, θεωρητικές προσεγγίσεις που δε μπορούν παρά να έχουν επηρεάσει την comité invisible. Και επειδή και στο γαλλικό κείμενο η λέξη milieu τίθεται εμφατικά με πλάγια γράμματα, υποθέτουμε ότι παραπέμπει ευθέως σε αυτήν την πιο στενή και επεξεργασμένη θεωρητικά έννοια. Ενώ λοιπόν η απόδοση ως “περιβάλλον” θα ήταν ίσως πιο σωστή, επιλέξαμε να το αποδώσουμε ως “μέσον” (και σαν αυτό που δηλώνεται στη “μέση”, στην έκφραση “εν μέσω” και όχι σαν το “όργανο”, το μέσο πχ. επικοινωνίας κλπ.) για να παραπέμπουμε σ’ αυτήν την κίνηση της σκέψης και του βλέμματος που αντιλαμβάνεται κάθε χώρο ως περιβάλλοντα προσδιορίζοντας τον εαυτό της στο μέσο του.

26ΣτΑμ: Σημαίνει κυριολεκτικά “το σπίτι αλλουνού” ή στη μοντέρνα χρήση του, τον “χομπίστα, οπαδό ή τον προσηλωμένο σε πολύ ειδικές απασχολήσεις” και αφορά σε ανθρώπους με ενδιαφέροντα-εμμονές όπως το anime, τα manga και τα βιντεοπαιχνίδα.

27Στμ: frohe Arbeitslose: γερμανικά και στο γαλλικό και στο αγγλικό κείμενο.

28ΣτΑμ: Το πρώτο ινστιτούτο Επιχειρηματικής Εκπαίδευσης στη Γαλλία, οι απόφοιτοι του οποίου έχουν σχεδόν μονοπώλιο στην πρόσβαση στις θέσεις εργασίας με το μεγαλύτερο πρεστίζ.

29ΣτΑμ: Γάλλος επιχειρηματίας, πρόεδρος ποδοσφαιρικής ομάδας, πολιτικός και περιστασιακά ηθοποιός, τραγουδιστής και τηλεοπτικός παρουσιαστής, που του είχε ασκηθεί δίωξη με κατηγορίες φορολογική απάτη, διαφθορά, και δωροδοκία μαρτύρων.

30ΣτΑμ: Γραφείο Εθνικής Απασχόλησης

31Στμ: Ελάχιστο εισόδημα. Παρέχεται από τις γαλλικές υπηρεσίες προνοιας.

32Στμ: le biz: αμετάφραστο και στο αγγλικό κείμενο. Κατά πάσα πιθανότητα πρόκειται για αργκό του αγγλικού business.

33ΣτΑμ. renseignements généraux: ένας κρατικός οργανισμός πληροφοριών: σαν ένα συνδυασμό του FBI και των Μυστικών Υπηρεσιών αλλά ανίκανος να συλλάβει κάποιον.

34Στμ. délocalisation: Είμαστε της γνώμης ότι οι συγγραφείς αναφέρονται σε κάτι διαφορετικό από την επανεγκατάσταση της παραγωγής (συνήθως στην ανατολή και το νότο), καθώς αυτή η κίνηση δεν αποδεσμεύει την παραγωγή απαραίτητα από ανθρώπινο δυναμικό, την αποδεσμεύει από συγκεκριμένο ανθρώπινο δυναμικό.

35Στμ: Πάρκο διασκέδασης και ψυχαγωγίας με τεχνητή λίμνη.

36Στμ. cybernétisé: με την έννοια του cyber όπως στον κυβερνοχώρο, κι όχι με την έννοια της κυβέρνησης ως εκτελεστική εξουσία του κράτους.

37Στμ. démobilisation: κατά λέξη μετάφραση είναι η αποστράτευση. Όμως τίθεται αντιπαραθετικά προς το mobilisation, το οποίο αποδίδουμε στο κείμενο ως κινητοποίηση.

38ΣτΑμ.: Στενά σοκάκια σχηματισμένα από εισόδους σε αυλές, που τώρα κατεδαφίζονται για να ανοίξουν χώρο για νεόυς δρόμους και κτίρια.

39Στμ.: κινεζικό αυτοκρατορικό παλάτι, πλέον μουσείο, γνωστό ως το Παλάτι Μουσείο .

40Στμ.: Έτσι αποδώσαμε (ατυχώς ίσως) την παραδοσιακή αρχιτεκτονική τεχνοτροπία που χρησιμοποιεί ορατά ξύλινους δοκούς και καλύπτει τα ενδιάμεσα διαστήματα με τούβλο, πέτρα ή και σοβά.

41Στμ.: Γνωστή εταιρία κατασκευής προκατ σπιτιών, το βασικό μοντέλο της οποίας έχει διαδοθεί αρκετά στη Γαλλία.

42Στμ. urbanistes: πολεοδομική / αρχιτεκτονική / κοινωνιολογική άποψη που επιμένει πάνω στην αξία της ζωής στην πόλη.

43Στμ. exode rural: η μαζική εγκατάλειψη της υπαίθρου για την εγκατάσταση σε αστικές ζώνες.

44Στμ. périurbanisation: φαινόμενο που χρονολογείται από τη δεκαετία των 60s και αφορά τη μετακίνηση κατοίκων των πόλεων προς περιοχές έξω από τα αστικά όρια, βασιζόμενο πάνω σε μια “επιθυμία για την ύπαιθρο”. Συγγενικό με την έννοια της “προαστιοποίησης”, της δημιουργίας προαστίων στα πέριξ των πόλεων.

45ΣτΑμ.: μοντέρνο κτίριο γραφείων στο Παρίσι.

46ΣτΑμ.: Συγκρότημα ουρανοξυστών στη Λυόν.

47ΣτΑμ.: Μεγάλο εμπορικό κέντρο στη Λιλ.

48Στμ. flambant neuf όπως και brand new: και στη γαλλική και στην αγγλική έκφραση, ο επιθετικός προσδιορισμός δηλώνει αυτό που φλέγεται, για να τονίσει το πόσο καινούριο είναι.

49Στμ. πόλη και δήμος της Ιταλίας, στο κέντρο του ομώνυμου κόλπου της Τυρρηνικής θάλασσας.

50Στμ. πολύ μεγάλης έκτασης περιοχή που περιλαμβάνει εδάφη του ανατολικού Πακιστάν και της βόρειας Ινδίας, γνωστή στα ελληνικά και ως Πενταποταμία.

51Στμ. Quartier latin: περιοχή του Παρισίου γύρω από τη Σορβόννη, περιλαμβάνει πολλές πανεπιστημιακές σχολές. Γνωστή και για την έντονη ζωή του που οφείλεται στην παρουσία των φοιτητών.

52Στμ. η δεύτερη μεγαλύτερη πόλη του Ιράκ μετά τη Βαγδάτη.

53Στμ. Η πρωτεύουσα της Σομαλίας.

54Στμ. Παλαιστινιακή πόλη στα βόρεια της Δυτικής Όχθης.

55Στμ. Χώρα στη δυτική Αφρική. Σαν πρώην αποικία της Γαλλίας, υφίσταται διαρκώς επεμβάσεις με πιο σημαντική το πραξικόπημα του Compaoré ενάντια στον Sankara, και όσα ακολούθησαν όπως η ακύρωση των εθνικοποιήσεων και η επιστροφή του Δ.Ν.Τ. .

56Στμ. Τμήμα της περιφέρειας της Πόλης της Νέας Υόρκης. Σε πορεία παρακμής από τα 60s, το Νότιο Μπρονξ έγινε συνώνυμο της “φυγής των λευκών”. Οι κατοικίες έμεναν άδειες και απούλητες, κάτι που ανάγκασε τους ιδιοκτήτες τους να τις καίνε προκειμένου να παίρνουν τα χρήματα από τις ασφαλιστικές εταιρίες.

57Στμ. Το Kamagasaki είναι η μεγαλύτερη παραγκούπολη της Ιαπωνίας και έχει τη μεγαλύτερη πυκνότητα ημερομίσθιων εργατών. 30,000 υπολογίζεται ότι ζουν ανά ακτίνα 2,000 μέτρων σ’ αυτήν την περιοχή.

58Στμ. Η επαρχία του Μεξικό της οποίας την ανεξαρτησία οι δυνάμεις του EZLN ανακήρυξαν το 1994.

59Στμ. Προάστιο στα βόρεια του Παρισίου το οποίου η νεολαία πρωτοστάτησε στην εξέγερση του 2005.

60ΣτΑμ. Υπηρεσία σιδηρόδρομου υψηλής ταχύτητας στη Γαλλια.

61ΣτΑμ. Το γαλλικό ενιαίο δίκτυο του μετρό και του προϋπάρχοντος τοπικού σιδηροδρόμου.

62ΣτΑμ: Ταυτοποίηση με ραδιοσυχνότητα.

63Στμ. Perpetuum mobile: Οι συγγραφείς μάλλον αναφέρονται στο αεικίνητο, μηχανή που υποτίθεται ότι θα διατηρούσε αιώνια κίνηση χωρίς εξωτερική τροφοδοσία. Μέχρι την ανάπτυξη των θεωριών της διατήρησης της ενέργειας και της θερμοδυναμικής που απέδειξαν ότι αυτή η εφεύρεση είναι αδύνατο να πραγματοποιηθεί, υπήρξαν πάρα πολλές προσπάθειες για τη δημιουργία μιας τέτοιας μηχανής.

64ΣτΑμ. Συμβόλαιο Πρώτης Απασχόλησης: Μια πρόταση το 2006 που αφορούσε τους μισθωτούς κάτω των 26 ετών και θα απάλλασσε τα αφεντικά από την υποχρέωση να αιτιολογούν τις απολύσεις τους για μια 2ετή περίοδο δοκιμασίας. Υπήρξε τόσο αντιδημοφιλές που έγιναν μαζικές διαδηλώσεις από νέους φοιτητές, και η κυβέρνηση ακύρωσε την τροπολογία.

65Δες υποσημείωση 31.

66ΣτΑμ: Ο Αντρόποβ ήταν ο Γενικός Γραμματέας του Σοβιετικού Κομμουνιστικού Κόμματος από το Νοέμβριο του 1982 ως το θάνατό του δεκαπέντε μήνες μετά. Πρώην πρέσβης στην Ουγγαρία, παρακολούθησε με τρόμο τα γεγονότα του 1956, καθώς αξιωματούχοι της Ουγγρικής υπηρεσίας ασφαλείας ήταν κρεμασμένοι από τις στήλες φωτός. Επέμεινε στην χρήση ενόπλων δυνάμεων για τη διατήρηση του Σοβιετικού ελέγχου στην Πράγα το 1968, την Καμπούλ το 1979 και τη Βαρσοβία το 1981.

67ΣτΑμ: Ομάδα Παρέμβασης του Εθνικού Στρατού, μια ελίτ αντιτρομοκρατική και για διάσωση ομήρων δύναμη.

68ΣτΑμ: Εθνική Κορσικανική Μεσογειακή Ναυτική Επιχείρηση. Η εταιρία αντιμετώπισε ταραχές και μια σκληρή απεργία του συνδικάτου στην πρώτη προσπάθεια του πρωθυπουργού Βιλπέν να την ιδιωτικοποιήσει και να τη δώσει σε έναν παλιό συμμαθητή του.

69ΣτΑμ. Jean-Baptiste Colbert: Γάλλος υπουργός οικονομικών 1665-1683 υπό τον βασιλιά Λουδοβίκο 14ο.

70ΣτΑμ. 1808-1873. Ο τελευταίος μονάρχης της Γαλλίας κι επίσης ο πρώτος της Πρόεδρος.

71ΣτΑμ. Σύνδεσμος για την Φορολόγηση των Οικονομικών Συναλλαγών για την Αρωγή των Πολιτών (ATTAC) ένας οργανισμός για την προώθηση ενός φόρου πάνω στις συναλλαγές ξένου συναλλάγματος.

72Στμ. Πιθανότατα αναφέρονται σε εγκυκλοπαίδειες τύπου wikipedia.

73Στμ. Δες σημείωση 25.

74Στμ. Όπως παραπάνω.

75Στμ. catastrophisme: θεωρία της γεωλογίας σύμφωνα με την οποία οι κύριες γεωλογικές αλλαγές έχουν προκληθεί από φυσικές καταστροφές κι όχι από προοδευτικές εξελίξεις. Μεταφορικά θα μπορούσε εδώ να αποδοθεί ως καταστροφολογία.

76ΣτΑμ: περιοχή στη βόρεια Γαλλία, μεταξύ των ποταμών Σηκουάνα και Λουάρ.

77ΣτΑμ: η Γαλλική ΔΕΗ.

78ΣτΑμ: ο κύριος Ιλό (Hulot), αδέξιος γάλλος χαρακτήρας των ταινιών του Jacques Tati.

79Στμ. Πιθανότατα οι συγγραφείς αναφέρονται στο τσουνάμι στα νησιά Phuket το 2004.

80Στμ. Common Ground Health Clinic: το όλο πρότζεκτ ξεκίνησε όταν τέσσερις νοσηλευτές του δρόμου (αποδίδουμε έτσι την ορολογία street medics, που αφορά άτομα σε διαδηλώσεις και ακτιβισμούς που, έχοντας κάποια σχετική εμπειρία, έχουν αναλάβει να παράσχουν ιατρικές φροντίδες στους συμμετέχοντες αν αυτό χρειαστεί) λίγες μέρες μετά τον τυφώνα γυρνούσαν με ποδήλατα στους δρόμους της πόλης και ρωτούσαν τους κατοίκους αν χρειάζονταν βοήθεια, παρέχοντας πρώτες βοήθειες, βασικές εξετάσεις και συμβουλές όπου υπήρχε ανάγκη.

81Στμ table rase ή όπως η αντίστοιχη λατινική έκφραση tabula rasa διαβάζεται στα ελληνικά “τάμπουλα ράσα” και αποδίδεται συνήθως ως “άγραφος πίνακας”.

82ΣτΑμ. Γαλλικός νόμος, παρόμοιος με την USA-PATRIOT act, ο οποίος μολονότι συγχωρεί το οικονομικό έγκλημα και τη διαφθορά, “στοχεύει στην καταπολέμηση της εγκληματικότητας και του οργανωμένοι εγκλήματος”.

83ΣτΑμ: Lionel Jospin σοσιαλιστής Πρωθυπουργός της Γαλλίας υπό την προεδρεία του Jacques Chirac, 1997-2002.

84Στμ: Η φράση εκστομίστηκε στο φόντο των κινητοποιήσεων για τις απολύσεις της Michelin το 2000 ως δήλωση της μη παρέμβασης του κράτους υπέρ της διατήρησης των θέσεων εργασίας και συζητήθηκε πολύ. Λέγεται ότι κόστισε στον Jospin την συντριπτική του ήττα από τον Chirac το 2002 σε μια εκλογική αναμέτρηση στην οποία ήρθε τρίτος, πίσω κι από τον ακροδεξιό Le Pen.

85Στμ. Στρατιώτης του αμερικανικού στρατού. Το G.I. είναι τα αρχικά του galvanized iron, με τα οποία δηλώνονταν στα στρατιωτικά αρχεία τα αντικείμενα αυτού του υλικού, στη συνέχεια όμως επικράτησε η χρήση του GI ως government issue, που αφορούσε κάθε τι στρατιωτικό.

86Στμ. Πόλη του Ιράκ στην οποία έγινε το 2004 η πιο αιματηρή μάχη μεταξύ των αμερικανικών, βρετανικών και των συμμαχικών τους ιρακινών δυνάμεων και του ιρακινού αντάρτικου.

87Στμ. Παιχνίδι στρατηγικής οι απαρχές του οποίου εντοπίζονται στην Κίνα 2500 χρόνια πριν και στη συνέχεια εξαπλώνεται στην Κορέα και την Ιαπωνία ενώ σήμερα παίζεται σε ολόκληρη την Ανατολική Ασία.

88Στμ. Actionisme viennois: σύντομο καλλιτεχνικό κίνημα που εντοπιζόταν στην αυστριακή πρωτεύουσα. Προσπάθησε να εφαρμόσει μια τέχνη της δράσης όπως την είχαν προσεγγίσει το Fluxus, ή το Happening στη δεκαετία που έληξε το 1971.

89Στμ embourgeoisement: χρησιμοποιούμε πιο πριν την απόδοση μπουρζουάδικη τάξη αντί του όρου αστική τάξη γιατί η έννοια αστικοποίηση είναι αδόκιμη στα ελληνικά σε σχέση με τις κοινωνικές τάξεις καθώς αφορά στην πόλη. Εδώ οι συγγραφείς θέλουν να εννοήσουν τη μετατροπή όλης της κοινωνίας σε αστική τάξη, τουλάχιστον σε ορισμένα από τα χαρακτηριστικά της,

90Στμ. Αγγλικά στο κείμενο. Το αφήσαμε αμετάφραστο γιατί η λέξη χρησιμοποιείται και στα ελληνικά από τους μυημένους στους ποδοσφαιρικούς όρους. Θα μπορούσε να αποδοθεί: συμβουλευτική των προπονητών.

91ΣτΑμ: Ένα σύνολο αντι-τρομοκρατικής νομοθεσίας που πέρασε (στη Γαλλία) λίγους μήνες μετά την 11η Σεπτεμβρίου.

92Στμ. Παραπέμπουμε στην υποσημείωση 25 αλλά εδώ αποδίδουμε το milieux ως περιβάλλοντα για να διευκολυνθεί το νόημα, λόγω των πολλών επαναλήψεων της λέξης.

93Στμ. Δες υποσημείωση 31.

94Στμ. informelle: Τόσο η γαλλική αυτή έννοια όσο και το αγγλικό informal, που αποδίδονται γενικά ως “ανεπίσημος” στα ελληνικά, όταν σχετίζονται με την οικονομία έχουν το νόημα αυτού που στην ελλάδα λέγεται “παραοικονομία”,. Δηλαδή αφορούν εκείνο το μέρος της οικονομίας /παραγωγής που δεν ελέγχεται ούτε μετριέται από επίσημους κρατικούς φορείς.

95ΣτΑμ: Οι “λυσσασμένοι”, μια ομάδα ριζοσπαστών στη Γαλλική Επανάσταση· το όνομα χρησιμοποιήθηκε επίσης από τους ριζοσπάστες φοιτητές το 1968.

96ΣτΑμ: Οι “φανατισμένοι”, μια λιγότερο ριζοσπαστική ομάδα από τη Γαλλική Επανάστασημ που έφεραν την Κόκκινη Κάπα της Ελευθερίας.

97Στμ. va-y mollo: στην αγγλική μετάφραση η φράση αποδίδεται ως “go slow”.

98ΣτΑμ: “Μην κάνεις τίποτα παραπάνω από το απολύτως απαραίτητο”.

99Στμ: Είναι η εκτέλεση της εργασίας με τον πιο τυπικό και σχολαστικό τρόπο, ακολουθώντας στο μέγιστο βαθμό τους όρους ασφαλείας, προσοχής κλπ. έτσι που να προκαλούνται τεράστιες καθυστερήσεις.

100ΣτΑμ: Ένας σκοτεινός Εφέσιος: ένα διάταγμα πέρασε σύντομα προβλέποντας την θανατική ποινή για όποιον άρθρωνε το όνομά του, αλλά το διάταγμα το ίδιο έδωσε ευρύτερη δημοσιότητα στην πράξη του.

101Στμ. Αντιμπάτσικη Ταξιαρχεία των Ταρταρέτων.

102ΣτΑμ: Μεγάλη περιφέρεια στο Corbeil-Essones, νότια του Παρισίου, που έχει γίνει στη Γαλλία εμβληματικό του ζητήματος των φτωχογειτονιών των προαστίων.

103ΣτΑμ: Το 1976 ένα βιομηχανικό ατύχημα τη βόρεια Ιταλία που είχε αποτέλεσμα τη μεγαλύτερη ως τώρα έκθεση πολιτών στη διοξίνη μετά από τη χρήση του Πορτοκαλί Παράγοντα (Agent Orange) στο Βιετνάμ.

104ΣτΑμ: Καθώς είναι πιο οικονομικό απ’ το να πίνουν στα κλαμπς, οι νέοι ισπανοί συχνά αγοράζουν ποτά από τα καταστήματα και αράζουν κατά ομάδες στους δρόμους· ονομάζουν αυτά τα μαζέματα “botellon”.

105Στμ: Δες σημείωση 9.

106ΣτΑμ: Η εθνική ένοπλη αστυνομία της Ιταλίας, με πεδίο αρμοδιότητας τόσο τους πολίτες όσο και το στρατό.

107Στμ: autorités-autorité: Οι συγγραφείς χρησιμοποιούν στο πρώτο τους δίπολο τη λέξη autorités για να δηλώσουν πιο πιθανά τις αρχές, τις εξουσίες, αντιδιαστέλλοντας τον ενικό autorité, που εκτός από εξουσία σημαίνει και αυθεντία, που είναι άλλωστε ένα από τα στοιχεία που νομιμοποιούν κάποιον να άρχει.

108ΣτΑμ: Κοινότητα στα νότια προάστια του Παρισίου με μια από τις μεγαλύτερες αγορές χονδρικής τροφίμων στον κόσμο, που εξυπηρετεί τη μητροπολιτική περιοχή του Παρισίου.

109Στμ: Πολύ μεγάλο κύμα απεργιών που διήρκεσε περίπου τρεις εβδομάδες στον ιδιωτικό και κυρίως το δημόσιο τομέα ενάντια στον νομοσχέδιο Juppe που έθιγε τα συνταξιοδοτικά και τα δικαιώματα στην ιατρική περίθαλψη των ασφαλισμένων.

>>>>>>>>>>

“Η ΕΞΕΓΕΡΣΗ ΠΟΥ ΕΡΧΕΤΑΙ” κυκλοφορεί σε τυπωμένη μπροσούρα 48 σελίδων

Η φωτογραφία του εξωφύλλου είναι από συγκρούσεις μεταξύ εξεγερμένων της Ισταμπούλ και μπάτσων την 1η Ιουνίου.

Κυκλοφορεί χέρι με χέρι και στα βιβλιοπωλεία Χώρος της Ελευθεριακής Κουλτούρας και Ναυτίλος.

Για περισσότερες πληροφορίες, επικοινωνία με την μεταφραστική ομάδα και ανάγνωση της δικιάς τους εισαγωγής στο κείμενο:

http://vxllxv.espivblogs.net/

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου