Τρίτη 25 Σεπτεμβρίου 2012

περί βίας (άλλα 3 επίκαιρα άρθρα)

Περί βίας – Ποιος φτιάχνει την αλήθεια; 

Τις τελευταίες μέρες από όλες τις λέξεις του συρμού, η βία είναι μάλλον αυτή που είχε την μεγαλύτερη πέραση στα ΜΜΕ, ιδιοκτησίας των εργοληπτών δημοσίων έργων και εφοπλιστών.
Με ηγεμονικό ύφος και με την δικαιωματική αυθεντία του πεφυσιωμένου, οι δημοσιογραφικές πένες του Πρετεντέρη και του Κασιμάτη σε αγαστή σύμπνοια και με παιδαγωγικές απλουστεύσεις ταυτίζουν, σχετίζουν και ενοχοποιούν «κουκουέδες, συριζαίους, χρυσαυγίτες (που) όλοι τους βλάπτουν τη δημοκρατία εξίσου»
Την δημοκρατία που σύμφωνα με τον βιαίως «αντιστασιακό» στα νιάτα του και Πρόεδρο της Δημοκρατίας στα γεράματά του Παπούλια:
«..επιχειρεί μια βίαια μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος με βαρύ οικονομικό και κοινωνικό κόστος. Η ανεργία προσεγγίζει το απαράδεκτο ποσοστό του 25%, ενώ η ανεργία στους νέους κινείται στο εφιαλτικό 54%…»
Η παραπάνω διαπίστωση του Προέδρου της Δημοκρατίας επιβεβαιώνει τις καταφανείς πνευματικές αναπηρίες των δυο δημοσιογράφων μια και ο προστάτης των θεσμών παραδέχεται την οργανωμένη βία του κράτους ταυτόχρονα με τα ταξικά χαρακτηριστικά που ασκεί απέναντι σε πολίτες και κουρελιάζει τα ιδεώδη της πολιτικής αρετής των δημοκρατικών υφισταμένων του που ασκούν την εξουσία, που κατατυραννεί και εκμηδενίζει τον εργαζόμενο, αφού τον καθιστά άνεργο. Και η ανεργία, ο αποκλεισμός δηλαδή από το δικαίωμα της εργασίας, επιφέρει και αποκλεισμό από την οικονομική ζωή. Σε αυτό το στάδιο, η εξαθλίωση, η πείνα, η καταπίεση, ο φόβος, ο καταναγκασμός και η καταδίκη που επιβάλει ο νόμος, άγρια βίαια και καταπιεστικά, είναι πολιτική βία. Η ανεργία αφοπλίζει ηθικά και συντρίβει φυσικά το άτομο.
Αυτή η θεσμοθετημένη ωμή βία σιγά-σιγά εθίζει την «κοινή γνώμη» η οποία με την κατάλληλη καθοδήγηση γίνεται συγκαταβατική, αποδέχεται την «κόκκινη γραμμή της σωτηρίας της χώρας» με κάθε κόστος, και με απάθεια αποδέχεται την αφαίρεση των λαϊκών κατακτήσεων, των συνταγματικά κατοχυρωμένων δικαιωμάτων του, και τελικά αυτή η έρμη «κοινή γνώμη» καταντά αναίσθητη, έρμαιο και εξαρτημένο αντικείμενο των αυτόκλητων προστατών της πατρίδας της δημοκρατίας και της τάξης.

Η Ιδιωτική βία του Κράτους

Οι θεσμοθετημένοι φορείς του εξαναγκασμού και της βίας, οι κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις, τα οργανωμένα καπιταλιστικά συμφέροντα, οι μηχανισμοί πίεσης, τα εκδοτικά-εργολαβικά-εφοπλιστικά συγκροτήματα τύπου ΔΟΛ και Καθημερινής χρησιμοποιούν κάθε μέσο που θα προκρίνει την υποταγή σε κάθε εντολή, οδηγία, παραίνεση, διαταγή, ή όπως αλλιώς λέγεται, του ΔΝΤ της ΕΕ και των δανειστών, καθώς ταυτίζουν το νόμο με τα προνόμια μιας κοινωνικής τάξης.
Εάν αυτός ο νόμος αμφισβητηθεί τότε υποχρεώνουν το κοινό να καταδικάσει τη βία απ’ όπου κι αν προέρχεται, ειδικά όταν πηγάζει από πολιτική πράξη αντίστασης, από το δικαίωμα του λαού να αντιπαλεύει την άδικη αντιλαϊκή, ταξική πολιτική.

Η αξιοσέβαστη «κοινή γνώμη» πρέπει να πεισθεί ότι νόμος σημαίνει «συμφιλίωση», σύγκλιση δηλαδή των ταξικών διαφορών και συμφερόντων, και ότι ο νόμος πρέπει να ασκηθεί μέσω της τρομοκρατίας του κράτους, αδιακρίτως.
«Από την άκρα Δεξιά ως την άκρα Αριστερά. Από τη φοροδιαφυγή και τη διαφθορά ως τη μετανάστευση και την ανομία. Από τη Ραφήνα ως την Κερατέα. Όποιος λοιπόν θέλει να αντιμετωπίσει ριζικά τη Χρυσή Αυγή δεν έχει παρά να κηρύξει πόλεμο στα “σιωπηλά μοντέλα” που μας κατατρέχουν».
«Λυπάμαι, παιδιά, αλλά δεν υπάρχει καλή και κακή ανομία. Όπως δεν υπάρχουν δύο έννομες τάξεις – αυτή που μας γουστάρει και η άλλη… Η αριστερή τραγουδίστρια που κλέβει την Εφορία είναι το ίδιο κοινωνικά αποτρόπαια με τον μαυροντυμένο «φουσκωτό» που δέρνει Πακιστανούς. Στην ίδια βρύση ποτίζονται. Τα ίδια «σιωπηλά μοντέλα» υπηρετούν. Και όσο δεν το καταλαβαίνουμε, τόσο θα πληθαίνουν οι μαυροντυμένοι «φουσκωτοί».
Εκτός κι αν η Χρυσή Αυγή αποδειχθεί όντως χρυσή ευκαιρία. Μια ευκαιρία να μιλήσουμε όλοι για όλα και κατ’ αρχήν για τους εαυτούς μας»
Γράφει ο εκτοξευτής μπουκαλιών Πρετεντέρης στις 16/09/2012 σε άρθρο στο «Βήμα» υπό τον τίτλο «Χρυσή Ευκαιρία».
Κατανοητό. Όταν η εξουσία απειλείται από τις κινητοποιήσεις μεγάλου μέρους του εργαζομένου λαού και από όσους ιδεολογικούς φορείς αντιμάχονται το κοινωνικό καθεστώς, τότε η εξουσία προστατεύει με κάθε τρόπο τα προνόμια της. Έτσι η αυθεντική ερμηνεία της έννοιας του δικαίου παραδίδεται στην πένα εξαρτημάτων της που παρακολουθούν και κοσκινίζουν ακόμα και τις ψυχές μας. Σε αυτούς τους δημοσιογράφους που θεωρούν ότι την ανθρώπινη τύχη μπορούν να την δημιουργήσουν και να την κατευθύνουν με την υπογραφή τους. Μια αποτελεσματική μορφή άμεσου κοινωνικού ελέγχου ποινικοποιώντας την σκέψη, τα φρονήματα και την συμμετοχή στους πολιτικούς και κοινωνικούς αγώνες, ταυτίζοντας τους κιόλας με την ωμή ρατσιστική βία των φασιστικών συμμοριών αποβλέποντας στο τσάκισμα του λαϊκού κινήματος.
«Όσοι πιστεύουμε στην δημοκρατία οφείλουμε ένα μεγάλο “ευχαριστώ” στην Χρυσή Αυγή – και σοβαρολογώ απολύτως. Της το οφείλουμε για την ευκαιρία που μας προσφέρει -και μάλιστα την ώρα που την έχουμε μεγαλύτερη ανάγκη- ώστε να διορθώσουμε λάθη δεκαετιών και να κάνουμε μια νέα αρχή στην πολιτική ζωή. Είναι η ευκαιρία που δίνεται στη νομιμότητα να αναμετρηθεί, επιτέλους, με την οιονεί νομιμοποιημένη βία της Αριστεράς: αυτό το καρκίνωμα της Μεταπολίτευσης (…).
«Η δημοκρατία μπορεί να υπερισχύσει εκείνων που επιβάλλουν τη βία, είτε μαύρη είτε κόκκινη (…).»
Έγραφε την ίδια μέρα με τον Πρετεντέρη, τυχαίος βέβαια, ο Κασιμάτης στην «Καθημερινή» υπό τον τίτλο «Η ευκαιρία της Χρυσής Αυγής για δημοκρατία»
Ωστόσο το καλοκαίρι του 2010 το δημοκρατικό κοινοβούλιο ψήφησε νύχτα και στο θερινό του τμήμα νομοθετήματα «έκτακτης ανάγκης» (νόμος 3875/2010) και με τα οποία αφαιρέθηκε από τον τρομονόμο διάταξη που προστάτευε την πολιτική δράση των συνδικαλιστικών οργάνων. Έτσι ο οποιοσδήποτε που θα εμπλακεί σε κάθε μορφή αγώνα: περιφρούρηση απεργίας, κατάληψη, ή «όποιος παρέχει ουσιώδεις πληροφορίες ή υλικά μέσα με σκοπό να διευκολύνει ή να υποβοηθήσει για τη διάπραξη κακουργηματικών πράξεων, τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών». Πρακτικά αυτό σημαίνει πως αν φωνάξεις σε μια ομάδα διαδηλωτών «προσέξτε από εκεί έρχεται η αστυνομία», κινδυνεύεις να βρεθείς για δέκα χρόνια στη φυλακή.
Πλέον ποιος μπορεί να εγγυηθεί ότι σ’ αυτά δεν θα συμπεριληφθούν ως ποινικά κολάσιμες, απόψεις, ιδέες και ανοικτές κοινωνικές δράσεις ατόμων, συλλογικών φορέων και πολιτικών οργανώσεων, τους οποίους οι μηχανισμοί καταστολής θα χαρακτηρίσουν «επικίνδυνους» για τη δημόσια τάξη και την ασφάλεια του κράτους;
Δουλειά λοιπόν της εξουσίας και των εξαρτημάτων της -τύπου Πρετεντέρη και Κασιμάτη- είναι να πείσουν τους πολίτες ή να υιοθετήσουν ενδόμυχα, πως για την «ασφάλεια» τους είναι επιβεβλημένη η «επιβολή της νομιμότητας» γιατί αυτοί οι πολίτες είναι που κινδυνεύουν από την βία άρα: «Προτιμούν το καθεστώς της δημοκρατίας, όπου το δικαίωμα της βίας παραχωρείται σε δημοκρατικά ελεγχόμενους θεσμούς και ασκείται, υπό προϋποθέσεις και εφόσον είναι ανάγκη, εξ ονόματος της νομιμότητος και μόνον».
Διαφημιστής της κρατικής «καλής» βίας ο Κασιμάτης.
Έτσι ο πολίτης εγκρίνει απροσχημάτιστα και συχνά υπερθεματίζει πιστεύοντας ότι οι μεσαιωνικές στολές, κράνη, ασπίδες, θώρακες, γκλομπ, μα και τα χημικά οι πλαστικές σφαίρες και το νομικό οπλοστάσιο, αυτή η «νόμιμη» βία του κράτους είναι το προσφορότερο μέτρο για την διασφάλιση του καθημερινού και γαλήνιου βίου του.
Διαπιστώνεται ή ακόμα και εκβιάζεται η σιωπηλή ανοχή του απέναντι στη βία της εξουσίας, συν το ότι ο πολίτης ταυτίζει στη συνείδηση του το χτύπημα εργατικών κινητοποιήσεων, με το κυνήγι των μεταναστών. Που για όλα αυτοί φταίνε: Για το έγκλημα, τα ναρκωτικά, την ανεργία, το παρεμπόριο, τα χαράτσια, τα μεροκάματα των 500 ευρώ, την εξαθλίωση.
Η χειραγώγηση έτσι θα συντελέσει ώστε αδιατάρακτα και χωρίς επικινδύνους προβληματισμούς , ο κόσμος να συναινέσει στα εκτρωματικά κυβερνητικά μέτρα.
Έτσι κι αλλιώς η «κοινή γνώμη » υποκρίνεται ότι δεν ακούει τις οιμωγές των ταξικά βασανιζομένων συμπολιτών μας που διαδραματίζονται πίσω από τους νόμους της δημοκρατίας μας, γιατί νιώθει ένα ιερό δέος μπροστά στις καθαγιασμένες μυστικιστικές αξίες όπως : «εθνικό συμφέρον», «ομοψυχία του Έθνους», «να σωθεί η πατρίδα» .
Οτιδήποτε αντιρρητικό πάνω στις παραπάνω ουρανόπεμπτες αλήθειες φαίνεται εχθρικό. Σήμερα εχθρός είναι η αριστερά. Αύριο θα είναι οι κάτοικοι μια περιοχής ή μιας συνοικίας ή οι θαμώνες μιας πλατείας ή ενός στεκιού. Μετά οι ξένοι, οι μαύροι, οι κίτρινοι.
Τι κι αν έκοψαν μισθούς, συντάξεις και διαλύουν τα ψίχουλα της κοινωνικής ασφάλισης. Τι κι αν σε θυσιάζουν με «πόνο» στα εργασιακά κάτεργα των «ελεύθερων ζωνών» χιλιάδες ανθρώπους του μόχθου; Τι κι αν έμεινες άνεργος; Εάν έχεις πρόβλημα επιβίωσης και δεν μπορείς να θρέψεις την οικογένεια σου; Σε ενοχλεί η φτώχεια σου και νιώθεις τα αστικά κόμματα εχθρό;
Το «εθνικό συμφέρον» απαιτεί «ομοψυχία του Έθνους», οπότε παραιτήσου από κάθε διάθεση αντίστασης, ενσωματώσου προσαρμόσου και αποκήρυξε και καταδίκασε την βία από όπου και αν προέρχεται.
Ο ΣKAI μάλιστα έχει ξεκινήσει καμπάνια με τίτλο «όλοι μαζί» όπου «οι Έλληνες θα λύσουν όλοι μαζί το πρόβλημα».
Ποιοι όλοι; Και οι πληβείοι παρέα με τους εφοπλιστές τύπου Αλαφούζου; Οι κοινωνικά αποκλεισμένοι χέρι-χέρι με τους τραπεζίτες τύπου Σάλλα; Οι πεινασμένοι και οι ανωφελείς άνεργοι με τους βιομήχανους και εργολάβους κρατικά επιχορηγούμενους τύπου Μπόμπολα;
Πολιτική και οικονομία με συνοδοιπόρους πρόθυμους διαμορφωτές της «κοινής γνώμης» διαπλέκονται και αλληλοκαθορίζονται. Δολοφονούν ιδέες, εξουθενώνουν και υποτάσσουν άτομα και ψυχές. Με τα περιττώματα της πένας τους απαιτούν πειθήνια υπακοή, χωρίς κριτική σκέψη και συνείδηση άρα χωρίς δυνατότητα αντίδρασης διαμαρτυρίας ή εξέγερσης.
Γι αυτό και είναι λυτρωτική η ομογενοποίηση που προσπαθούν να επιβάλουν ιδίως όταν για το λαό καταλύονται τα πάντα μέσα σε φτώχεια και στην απελπισία της καθημερινής κτηνωδίας. Όλα μαζί πολτοποιούνται και μετατρέπονται σε τοξικά απόβλητα ή αφομοιώνονται ως στοιχεία, που ανάλογα με την περίσταση, μπορούν να είναι στήριγμα τους στις διακηρύξεις τους περί εθνικής ενότητας, εθνικής προσπάθειας με εθνική σφραγίδα για να προστατευτούν τα ιδιωτικά λάφυρα των κεφαλαιοκρατών μα και το συμφέρον των μετόχων τους.\

Ιουλιανός

Για το ανέφικτο της μη βίας

Αναδημοσίευση από "Εκτός Γραμμής", τ. 27-28 Οκτώβριος 2011



Συνέντευξη του Ζορζ Λαμπικά
στο περιοδικό Critique Communiste

μετάφραση Τάσος Μπέτζελος

Critique communiste: Το βιβλίο σου εντυπωσιάζει με το εύρος των αναφορών του και την παιδεία που υποδηλώνει. Ωστόσο, επιβεβαιώνει μια διαπίστωση που μοιάζει προφανής, ότι δηλαδή η βία υπάρχει πάντα και παντού. Ποιος ο λόγος, λοιπόν, όλης αυτής της εργασίας;

Georges Labica: Ήθελα εδώ και μια εικοσαετία να γράψω για τη βία. Η βία είναι παρούσα στην Ιστορία, και τη συναντούμε κάθε στιγμή στη νεωτερικότητά μας. Είναι αδύνατον να διαβάσουμε μια εφημερίδα ή να ανοίξουμε την τηλεόραση χωρίς να τη βρούμε μπροστά μας. Με επηρέασε επίσης ο πολλαπλασιασμός των κρουσμάτων ενδοοικογενειακής βίας: βλέπουμε κάθε είδους εξεγέρσεις και οδύνες να ξεπηδούν απ’ τους κόλπους των οικογενειών. Αλλά στη βάση του προβληματισμού μου υπάρχει καταρχάς το ερώτημα του πολιτικού αγώνα και της επανάστασης: η αναγκαιότητα να στοχαστούμε τη βία στην καρδιά ακριβώς της επανάστασης.
Μελετούσα το έργο του Φανόν όταν οι Βιετναμέζοι διεξήγαγαν πολεμική εναντίον των θέσεών του, και ενδιαφέρθηκα για τη βία στη Γαλλική Επανάσταση, με επίκεντρο το ζήτημα της Τρομοκρατίας. Στην πραγματικότητα, είχα ήδη γράψει αρκετά γι’ αυτό το θέμα: το άρθρο «βία» στο Κριτικό λεξικό του μαρξισμού, ένα βιβλιαράκι για τον Ροβεσπιέρο και την τρομοκρατία, ένα άλλο για τον Λένιν κ.λπ. Οδηγήθηκα στο συμπέρασμα ότι έπρεπε να διασαφηνίσω το ζήτημα, και ότι για να το κάνω αυτό χρειάζεται να γράψω ένα βιβλίο. Για χρόνια, όμως, δεν κατάφερνα να αφοσιωθώ σε αυτό το καθήκον.
Τελικώς, αυτό που με ώθησε να περάσω στην πράξη ήταν το γεγονός ότι δεν με ικανοποιούσαν οι πολυάριθμες εργασίες που διάβαζα γι’ αυτό το θέμα. Ήταν πλούσιες, αλλά συχνά περιγραφικές, και μάλιστα κάπως ηθικοπλαστικές. Εγώ, όμως, ήθελα να μελετήσω σε ποιο βαθμό ήταν αναγκαίο να αποκατασταθεί σήμερα η χειραφετητική βία. Γι’ αυτό καταπιάστηκα με τη συγκεκριμένη εργασία.
Όλο αυτόν τον καιρό συγκέντρωσα τόνους από παραπομπές, αλλά με ενδιέφερε να μην ενδώσω σε μια ιδιοτροπία που απεχθάνομαι, ενός φιγουρατζή που παρουσιάζει τις γνώσεις του και επιδεικνύει την ευρύτητα των αναγνωσμάτων του. Συγχρόνως, χρησιμοποίησα όλα αυτά τα βιβλία ως υλικό για την εργασία μου. Έπρεπε, λοιπόν, να προχωρήσω κάπως έτσι. Με τη διαφορά ότι δικό μου αντικείμενο ήταν, ασφαλώς, να σκεφτώ τη σύγχρονη βία.

Critique Communiste: Η κατάληξη του στοχασμού σου, αν κατάλαβα καλά, οδηγεί στο ζήτημα της εξουσίας: βία και εξουσία είναι εγγενώς συνυφασμένες.

Georges Labica: Απολύτως. Πρέπει να σημειώσουμε ότι η βία δεν είναι έννοια. Από φιλοσοφική σκοπιά, συνιστά ένα ανεύρετο αντικείμενο. Στην πραγματικότητα, ο στοχασμός πάνω στη βία εμφανίστηκε πριν από πενήντα χρόνια περίπου, μαζί με την κυριαρχία της βίας στην κοινωνία, επειδή ο εικοστός αιώνας ήταν σε ολόκληρη την ιστορία της ανθρωπότητας εκείνος που χαρακτηρίστηκε απ’ την πιο αχαλίνωτη βία, από μια βία μαζική, τεχνολογική κ.λπ.
Ωστόσο, υπάρχει στις κοινωνίες μας μια απόλυτη καταδίκη της βίας, και τούτο χωρίς κανέναν προβληματισμό αναφορικά με τα περιεχόμενα αυτής της βίας. Η βία ξεκινά με την τρικλοποδιά του σχολιαρόπαιδου και φτάνει στον παλαιστίνιο καμικάζι, περνώντας απ’ τις διάφορες μορφές αντίστασης που εκδηλώνονται στη Λατινική Αμερική.
Πρέπει να ξεκινήσουμε απ’ την παγκοσμιοποίηση, που είναι μια παγκοσμιοποίηση της βίας. Πώς θα μπορούσαμε να μη δούμε ότι το σύστημα δεν υπήρξε ποτέ φορέας τόσης βίας; Στρατιωτικής βίας, την οποία γνωρίζουμε και ξέρουμε γιατί, και βίας της οικονομίας… Συγχρόνως, η απαγόρευση της βίας εσωτερικεύεται απ’ τις συνειδήσεις, ακόμη και τις πιο μαχητικές. Γεγονός που επιτρέπει στο κράτος να κατέχει το απόλυτο μονοπώλιο της βίας, απ’ το σχολείο μέχρι τις κοινωνικές και τις ένοπλες συγκρούσεις.
Υπάρχει, λοιπόν, το εξής παράδοξο: κάθε έκκληση στη δράση ή την εξέγερση ξεκινά με μια δήλωση αρχής σύμφωνα με την οποία δεν τίθεται ασφαλώς ζήτημα καταφυγής σε οποιαδήποτε βία! Ωστόσο, δεν βλέπουμε με ποιον τρόπο θα μπορούσαν οι κυριαρχούμενοι, ακόμη και στις σημερινές κοινωνίες αφθονίας, να επιβάλουν την εξουσία τους, ή επίσης το συνασπισμό τους στην εξουσία, χωρίς να καταφύγουν σε μια αντι-βία που τους επιβάλλεται απ’ το σύστημα.

Critique Communiste: Θα λέγαμε ότι επιβάλλεται μια προσταγή μη βίας;

Georges Labica: Η μη βία δεν παραπέμπει, πλέον, σε ένα ηθικο-πολιτικό ρεύμα σκέψης, όπως συνέβαινε με τον Γκάντι και τους διαδόχους του, είναι ένα είδος ταμπού, που γενικεύεται λόγω της κρατικής δύναμης και ενισχύεται από όλα όσα συνέβησαν: την κατάρρευση της ΕΣΣΔ, την αποτυχία του κομμουνισμού, την καταστολή στην Κίνα κ.λπ. Όσοι τάσσονταν υπέρ μιας εξεγερτικής δράσης βρίσκονται σε αμηχανία, σκέφτονται ότι είναι καλύτερα να τα παρατήσουμε, παρά να περάσουμε τα ίδια. Αυτή είναι η βάση της μη βίας.
Και κατά τη γνώμη μου, αυτό ακριβώς το σκεπτικό πρέπει να τεθεί υπό αμφισβήτηση. Από ολόκληρη την Ιστορία συνάγεται ένα αδιαμφισβήτητο δίδαγμα, σύμφωνα με το οποίο όταν οι κυριαρχούμενοι καταφεύγουν στη βία, αυτοί πάντα πληρώνουν το τίμημα! Αυτό σημαίνει ότι η βία δεν είναι αντικείμενο μιας επιλογής, λόγου χάρη μιας επιλογής ανάμεσα στον Γκάντι και τον Λένιν. Δεν πρόκειται για παιχνίδι τράπουλας: η κατάσταση υπαγορεύει τα μέσα. Ο ίδιος ο Γκάντι απέδειξε ότι δεν υποστήριζε με απόλυτο τρόπο τη μη βία, εν αντιθέσει με ό,τι μπορεί να πιστεύουμε.

Critique communiste: Η ανάγνωση του βιβλίου σου οδηγεί στη σκέψη ότι η βία που κατατρύχει την κοινωνία μας είναι μια βία εγγύτητας, στην οποία παραπέμπει η έννοια της ανασφάλειας, και γίνεται αντιληπτή ως επιστροφή της αγριότητας. Μεμιάς, η θεσμοποιημένη βία, η βία του κράτους, συσκοτίζεται, και μάλιστα βιώνεται ως φορέας εκπολιτισμού…

Georges Labica: Πιστεύω ότι όλα αυτά συνδέονται με μια πρόσφατη εξέλιξη, που εμφανίστηκε την τελευταία δεκαετία. Περάσαμε απ’ το ιδεώδες των δικαιωμάτων του ανθρώπου, που γνωρίζουμε πόσο τα υπολόγιζαν οι ισχυροί, στο ιδεώδες του αγώνα κατά της τρομοκρατίας. Βλέπουμε με ποιον τρόπο η 11η Σεπτεμβρίου στις ΗΠΑ χρησίμευσε ως πρόσχημα για μια πολιτική (που προϋπήρχε στην πραγματικότητα), η οποία προωθήθηκε με τον Patriot Act και όλα τα επακόλουθά  του στις νομοθεσίες των διαφόρων χωρών. Ο αγώνας κατά της τρομοκρατίας επέτρεψε τη γενικευμένη αστυνόμευση των κοινωνιών, την απαγόρευση των κοινωνικών διεκδικήσεων και πρωτόγνωρες μορφές ελέγχου των πολιτών.
Η κατάσταση αυτή παραπέμπει σε ένα θεμελιώδες δεδομένο: η παγκοσμιοποίηση, δηλαδή το σημερινό στάδιο του καπιταλισμού, χαρακτηρίζεται απ’ το γεγονός ότι η καταστροφική δεσπόζουσα του καπιταλισμού έχει υπερισχύσει επί της θετικής δεσπόζουσας. Αυτό αφορά τα αγαθά, καθώς καταστρέφονται εμπορεύματα σε μαζική κλίμακα, ακόμη και τα μέσα παραγωγής τους, καταστρέφονται υπηρεσίες, όπως γίνεται με τις δημόσιες υπηρεσίες, καταστρέφονται κεφάλαια και καταστρέφονται άτομα και λαοί. Πίσω απ’ την έννοια της φτώχειας –αυτής της φτώχειας που προσελκύει το ενδιαφέρον όλου του κόσμου– κρύβεται το γεγονός ότι στη σημερινή ανάπτυξη του καπιταλισμού υπάρχουν άνθρωποι που είναι περιττοί: δομική ανεργία, μετανάστευση κ.λπ. Και σε πλανητική κλίμακα, μπορούμε να πούμε ότι ο παλαιστινιακός λαός είναι ένας λαός περιττός… Όλους αυτούς δεν μπορούμε να τους εξαφανίσουμε, πρέπει να συμβιώνουμε μαζί τους, αλλά είναι περιττοί! Οι σκέψεις αυτές δεν είναι ενθαρρυντικές, αλλά αν δεν αντικρίσουμε κατάματα την πραγματικότητα δεν θα βρούμε το δρόμο της επανάστασης. Αυτό είναι, όμως, αφετηρία για έναν άλλο στοχασμό, που αφορά την άρρηκτη σχέση επανάστασης και δημοκρατίας. Πρέπει να ξεριζώσουμε την ιδέα ότι η δημοκρατία αντιτίθεται στην επανάσταση και ότι η επανάσταση ταυτίζεται με την τρομοκρατία. Πρέπει να σταματήσουμε όλο αυτό το ιδεολογικό και μιντιακό σφυροκόπημα, που στερεί απ’ τους ανθρώπους την αυτονομία της σκέψης.

Critique communiste: Θα έλεγες ότι αυτή η πίεση που ασκούν τα μέσα ενημέρωσης στις συνειδήσεις μας είναι μια μορφή βίας;

Georges Labica: Ναι, είναι μια βία που συσκοτίζει τη βία του συστήματος. Υπάρχει μια τεράστια δυσαναλογία ανάμεσα στα ελάχιστα επιχειρήματα που επιτρέπουν να νομιμοποιείται το σύστημα και στο εύρος των καταγγελιών που προκαλεί. Η παραπληροφόρηση, τα ψεύδη και η αποβλάκωση που προωθούνται από τα μέσα ενημέρωσης επιχειρούν να συσκοτίσουν αυτή την πραγματικότητα.




Περί βίας και αντι-βίας
Η συμβολή του Ζορζ Λαμπικά


Τάσος Μπέτζελος


«Το πιο επικίνδυνο πράγμα στη βία
είναι η ορθολογικότητά της» (Μ. Φουκώ)


Πώς γίνεται άραγε να υπάρχει παντού τόση βία αφού όλοι την καταδικάζουν «απερίφραστα»; Ποιοι την ασκούν αφού όλοι είναι εναντίον της; Πώς γίνεται επίσης να υπάρχει τόση βία αλλά και τόση γενικολογία γύρω απ’ αυτήν; Φαίνεται λοιπόν ότι απαραίτητο συμπλήρωμα αυτής της «ομόθυμης και καθολικής καταδίκης της βίας» είναι η άγνοια για την ίδια τη βία. Αυτήν ακριβώς την  άγνοια αλλά και γενικολογία προσπάθησε να αντιπαλέψει ο Ζορζ Λαμπικά (1930-2009), τόσο με το βιβλίο του Θεωρία της βίας (2007), όσο και με πλήθος παρεμβάσεων που έκανε κυρίως μετά την 11η Σεπτέμβρη του 2001, σε ένα κλίμα όπου αυτά που είχε να πει δεν ήταν εύκολο να ακουστούν. Το γενικό πνεύμα αυτών των παρεμβάσεων συνοψίζεται στη  συνέντευξη που είχε παραχωρήσει στο περιοδικό Critique communiste.

 Είναι η βία των καταπιεσμένων επιλογή;
Ο Ζορζ Λαμπικά δεν ήταν πάντως από εκείνους που καταδίκαζαν «τη βία απ’ όπου κι αν προέρχεται». Διότι δεν θεωρούσε ότι μπορεί να εξισωθεί η βία των κυρίαρχων με τη βία των κυριαρχούμενων. Διότι δεν ήθελε να αντιμετωπίσει τη βία με γενικόλογους όρους, σαν να επρόκειτο για κάποια μεταφυσική οντότητα. Διότι αυτή η αντίθεση βίας και μη βίας δεν σήμαινε τίποτα για εκείνον, όσο δεν συγκεκριμενοποιείται η βία στην οποία αναφέρεται κανείς και το πλαίσιο στο οποίο λαμβάνει χώρα (ως στοιχείο μιας συγκυρίας). Και μάλιστα, ο Ζορζ Λαμπικά δεν τόνιζε απλώς ότι δεν υπάρχει βία παρά μόνο εν καταστάσει, ότι επομένως δεν υπάρχει βία γενικώς κι αορίστως (για να τοποθετηθεί κανείς υπέρ ή εναντίον της), αλλά ενδιαφερόταν πρωτίστως να προσδιορίσει τη συγκυρία στην οποία αναπτύσσεται όλη αυτή η γενικολογία περί μη βίας. Και συσχέτιζε τον περιρρέοντα φετιχισμό της μη βίας με μια άλλη θέση που τα τελευταία χρόνια έτυχε μεγάλης προβολής: εκείνης που μας καλεί «να αλλάξουμε τον κόσμο χωρίς να πάρουμε την εξουσία». Κατά τον Λαμπικά η μία θέση παραπέμπει στην άλλη, αποτελώντας δύο βασικά συμπτώματα της υποχώρησης του επαναστατικού κινήματος. Απ’ αυτήν την άποψη, ο Λαμπικά δεν επεδίωξε απλώς να αντιπαρατεθεί στον φετιχισμό της μη βίας, αλλά και να επαναφέρει στην ημερήσια διάταξη το ζήτημα της επαναστατικής βίας, διότι θεωρούσε ότι κάθε άλλη τοποθέτηση συνιστά έκφραση εθελοδουλίας.  
Μολονότι οι παρεμβάσεις του Λαμπικά σε σχέση με τη βία έγιναν ολοένα και πυκνότερες τα τελευταία χρόνια της ζωής του, δεν ήταν και οι μόνες. Όπως υπενθυμίζει στη συνέντευξή του στο περιοδικό Critique communiste, ήταν συντάκτης του λήμματος «Βία» στο Κριτικό λεξικό του μαρξισμού (1982), το οποίο ξεκινούσε ως εξής: «Η βία δεν συνιστά έννοια. Είναι μια πρακτική έμφυτη στις κοινωνικές σχέσεις των οποίων και εκφράζει διάφορες μορφές». Αυτή ακριβώς ήταν πάντα για τον Λαμπικά μια πρώτη οριοθέτηση, η οποία του επέτρεπε να αναδεικνύει τις πολλαπλές μορφές βίας, να μην περιορίζεται στις πιο εμφανείς και ασφαλώς να μην εξισώνει όλες τις μορφές βίας στο πλαίσιο μιας γενικόλογης θεώρησης.
Η πρώτη αυτή θέση συμπληρωνόταν με μια δεύτερη: η βία των καταπιεσμένων δεν συνιστά επιλογή, αλλά αποτέλεσμα της βίας που υφίστανται, της βίας που είναι σύμφυτη σε ένα σύστημα εκμετάλλευσης. Πρόκειται για τον βασικό άξονα της προβληματικής του Λαμπικά. Οι καταπιεσμένοι δεν επιλέγουν τη βία, αναγκάζονται να καταφύγουν σε αυτήν επειδή παλεύουν με τα μέσα που έχουν στη διάθεσή τους (ακόμη κι αν για κάποιους αυτό σημαίνει ότι το μοναδικό μέσο είναι το σώμα τους, ότι η μόνη «τεχνολογία» που μπορούν να αντιτάξουν είναι το σώμα τους, εφόσον δεν έχουν άλλον τρόπο να υπερασπιστούν την πατρίδα τους). Ακούμε πολλές φορές να γίνεται λόγος για τον «κύκλο της βίας», για την ανάγκη να αποκηρυχθεί η βία. Ο Λαμπικά όμως αναφερόταν στη διαδικασία που συνδέει πραγματικά τη βία και την αντι-βία: η βία ενός συστήματος που παράγει οδύνη δεν μπορεί παρά να παράγει αντι-βία απ’ την πλευρά των καταπιεσμένων. Σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο η βία των καταπιεσμένων δεν συνιστά επιλογή, αλλά αναγκαία συνέπεια: «Η βίαιη δράση δεν είναι ποτέ το αντικείμενο μιας επιλογής. Κατά κανόνα, η βία, είτε είναι ατομική είτε συλλογική, προκύπτει απ’ την οδύνη. Αν την παρουσιάζουμε ως επιλογή, κρύβουμε την αιτία της».

Πολιτική της πολιτοσύνης;
Υιοθετώντας αυτήν την οπτική, ο Λαμπικά ερχόταν ασφαλώς σε ρήξη με την προβληματική που αναπτύσσει ο Ετιέν Μπαλιμπάρ την τελευταία εικοσαετία (σε αυτόν εξάλλου αναφέρεται πρωτίστως όταν μιλάει στη συνέντευξη για τους Λένιν-Γκάντι). Πράγματι, ο Μπαλιμπάρ εστιάζει την προσοχή του στις εμφανείς πλευρές της βίας (στην ακραία βία), και προτείνει ως αντίδοτο μια «πολιτική της πολιτοσύνης», μια πολιτική δηλαδή η οποία θα επιδιώκει να εξουδετερώσει τις ακραίες εκφάνσεις της βίας προκειμένου να εξασφαλιστεί χώρος για την πολιτική και κατ’ επέκταση και για μια πολιτική της χειραφέτησης. Η «πολιτική της πολιτοσύνης» επιδιώκει να μειώσει τη βία, να την αποκλιμακώσει και να διακόψει έναν κύκλο βίας που κατά τον Μπαλιμπάρ δεν μπορεί να μεταστραφεί σε θετική κατεύθυνση. Ωστόσο, μια τέτοια πολιτική δεν αφήνει στο απυρόβλητο τις αιτίες που παράγουν την «ακραία βία» και την «ωμότητα», αλλά και τη συστημική και δομική βία; Πέραν αυτού, δεν ξεχνιέται έτσι ο ρόλος της οικονομίας και των παραγωγικών σχέσεων; Επιπλέον, δεν εκφράζει περισσότερο την ανάγκη του συστήματος να διαχειριστεί τους κινδύνους που αντιμετωπίζει, παρά την ανάγκη των καταπιεσμένων να απαλλαγούν οριστικά τόσο απ’ τις πιο ακραίες μορφές βίας όσο και απ’ αυτό που γεννά τη βία, δηλαδή ένα καθορισμένο σύστημα εκμετάλλευσης;
Εξάλλου, όπως τόνιζε ο Λαμπικά, η χειρότερη βία δεν είναι η σωματική και ορατή βία, αλλά η βία που είναι σύμφυτη στις σχέσεις εκμετάλλευσης, η βία που παράγει τη φτώχεια και καθιστά περιττό ένα κομμάτι της ανθρωπότητας. Και μάλιστα, ο Λαμπικά θεωρούσε ότι τα τελευταία χρόνια η «αιματηρή» βία υποτάσσεται ολοένα και περισσότερο στη «σιωπηρή» βία, στην καθημερινή βία (ανεργία, φτώχεια, ευέλικτες εργασιακές σχέσεις κλπ), και ότι σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο μετατρέπεται η οδύνη σε αντι-βία. Με αυτήν την έννοια, η οδύνη είναι εξίσου πολύπλευρη όσο και η βία, και δεν αφορά μόνο την άμεση και ορατή βία. Αναφερόμενος μάλιστα στο ΔΝΤ, ο Λαμπικά έλεγε ότι είναι μια οργάνωση κακοποιών με εκατομμύρια θύματα, ενώ αποκαλούσε «καπιταλιστική φυλακή» την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Επανάσταση και Δημοκρατία
Ο Λαμπικά δεν δεχόταν λοιπόν να καταδικάσει και να αποκηρύξει τη βία των καταπιεσμένων. Προτιμούσε να κατανοεί παρά να χλευάζει. Και αναφερόταν συχνά στα κείμενά του ειρωνικά σε όσους σπεύδουν να αποκηρύξουν τη βία «απ’ όπου κι αν προέρχεται», επισημαίνοντας ότι πρακτικά μόνον η άκρα αριστερά (και μάλιστα όχι ολόκληρη) δεν έχει ενδώσει στον φετιχισμό της μη βίας και στην συνακόλουθη εθελοδουλία. Προφανώς, δεν αντικατέστησε τον φετιχισμό της μη βίας με τον φετιχισμό της βίας. Τουναντίον, τόνιζε ότι αν σε μια αφόρητη κατάσταση (που βιώνεται και αναγνωρίζεται ως τέτοια) η εξέγερση δεν βρει τον δρόμο της, και δεν μετατραπεί σε επανάσταση, τότε θα περιοριστεί σε ένα ξέσπασμα αυθόρμητων και αποσπασματικών ταραχών που θα είναι ευκολότερο να κατασταλούν από το σύστημα.
Το ζητούμενο ήταν πάντα για τον Λαμπικά να ενοποιηθούν οι αντιστάσεις, να μαζικοποιηθούν και να εκφράσουν την απαίτηση για δημοκρατία που διαπνέει τις μάζες. Έτσι εξάλλου όριζε τον κομμουνισμό: μια δημοκρατία που ωθείται μέχρι την επανάσταση, και μια επανάσταση που βασίζεται στη δημοκρατία των μαζών. Ο Λαμπικά γνώριζε καλά ότι αυτός ο δρόμος είναι επίσης συνυφασμένος με την επαναστατική βία. Σημαίνει αυτό ότι δεν υπάρχει άλλη δυνατότητα; Η απάντηση του Λαμπικά ήταν ξεκάθαρη: μπορεί πράγματι, σε ορισμένες ιδιαίτερες περιπτώσεις, να υπάρχει δυνατότητα επιλογής και σε αυτήν την περίπτωση είναι σαφώς προτιμότερη η ειρηνική δράση. Την οποία όμως θα κληθούν να ακολουθήσουν εκείνοι ακριβώς που δεν φοβούνται να επικαλεστούν την επαναστατική βία και όχι όσοι έχουν εξαρχής αποκηρύξει «κάθε μορφής βία»: «Γνωρίσαμε μάλιστα, και ευχόμαστε να δούμε και στο μέλλον, μη βίαιες επαναστάσεις. Προς μεγάλη χαρά όλων, και κυρίως εκείνων που δεν θα φοβηθούν να επικαλεστούν την επαναστατική βία».  


Περί βίας

«Εφόσον ο τελικός σκοπός της ανθρώπινης πράξης ποτέ δεν μπορεί να προβλεφθεί με βεβαιότητα, τα μέσα που χρησιμοποιούνται προς επίτευξη πολιτικών στόχων τις περισσότερες φορές έχουν μεγαλύτερη σημασία για τον μελλοντικό κόσμο απ’ ό,τι οι επιδιωκόμενοι στόχοι».

Άννα Άρεντ, «Περί βίας»

 

Δεν επιθυμώ καθόλου να ενώσω τη φωνή μου με όσους θρήνησαν για τα ιστορικά κτίρια της Αθήνας, και τα καμένα σινεμά που δεν κάηκαν. Αντιθέτως, στις περισσότερες περιπτώσεις με εξοργίζει η υποκρισία τους.

Αλλά:

Ομολογώ ότι αδυνατώ να συλλάβω τι μπορεί να έχει μέσα στο κεφάλι του ο άνθρωπος που εμποδίζει ένα πυροσβεστικό όχημα να φτάσει στη φωτιά. Δεν μπορώ να το χωνέψω. Αν η στοχευμένη τρομοκρατία είναι ήδη ηθικά και πολιτικά προβληματική, τι να πει κανείς για όσους φλερτάρουν με τον φόνο τυχαίων αγνώστων; Η Μαρφίν μάς άφησε τρεις νεκρούς και έστρεψε το σύνθημα «εσείς μιλάτε για κέρδη και ζημιές, εμείς μιλάμε γι’ ανθρώπινες ζωές» εναντίον μας. Ο μόνος που έχει συμφέρον από αυτή τη στροφή είναι βεβαίως το κράτος και η καταστολή. Γι’ αυτό και με το ένα χέρι η αστυνομία επιτίθεται απρόκλητα σε διαδηλωτές και με το άλλο σιγοντάρει τις καταστροφές. Αντί όμως να αναμασούμε τη διαπίστωση ότι ανάμεσα σε όσους καίνε και καταστρέφουν βρίσκονται και ασφαλίτες, το πιο λογικό που θα έπρεπε να κάνουμε είναι να αναρωτηθούμε γιατί το κάνουν και να προχωρήσουμε ένα βήμα παραπέρα: αν τους συμφέρει, δεν μπορεί παρά να κάνει κακό σε μας. Και αν μας κάνει κακό, δεν μπορεί μονίμως να διστάζουμε να μιλήσουμε, μην τυχόν και παρασυρθούμε κι εμείς από την προπαγάνδα που θέλει να μιλά για επεισόδια, αντί για ογκώδεις κινητοποιήσεις. Αυτή η προπαγάνδα ξεκινά από τις ίδιες τις φωτιές, δεν αρκούν τα κανάλια. Αν ο Ζίζεκ θεωρεί ότι οι εξεγερμένοι καθίστανται δια της βίας ορατοί, μπορούμε να πούμε ότι όταν το κόστος για να γίνεται κανείς τηλεοπτικά ορατός είναι να τον ερμηνεύουν ως μανιακό, δεν αξίζει τον κόπο. Καλύτερα να ποντάρουμε στη βαθιά εμπειρία ενός ανθρώπου που περπατάει μέσα στο πλήθος των διαδηλωτών, ενώνει τη φωνή του μαζί τους και ζει με το κορμί του ότι δεν φάγαμε το παραμύθι πως με τη λιτότητα και τα δάνεια μάς σώζουν. Τα επεισόδια εξάλλου καταστέλλονται ευκολότερα από τα πλήθη.

Η λατρεία της βίας επικαλείται το επιχείρημα ότι δεν υπάρχουν ποτέ ανατροπές χωρίς βία. Όμως, χώρια που ανατροπές δεν συμβαίνουν κάθε βδομάδα, η Άρεντ στο εξαιρετικό «Περί βίας» (εκδ. Αλεξάνδρεια) σχολιάζει την περίφημη φράση του Μαρξ για τη βία ως μαμή της ιστορίας λέγοντας ότι η βία βρίσκεται παρούσα στις αλλαγές, όπως οι ωδίνες που προηγούνται του τοκετού, αλλά δεν εξηγούν τον τοκετό. Ο κόσμος δεν αλλάζει χάρη στη βία: «τα πάντα εξαρτώνται από τη δύναμη που βρίσκεται πίσω από τη βία. Η αιφνίδια κατάρρευση της δύναμης, που είναι ο προάγγελος των επαναστάσεων, αποκαλύπτει αστραπιαία πόσο η υπακοή των πολιτών –σε νόμους, σε κυβερνήτες, σε θεσμούς- δεν είναι παρά η εξωτερική εκδήλωση της υποστήριξης και της συναίνεσης». «Σε έναν αγώνα βίας ενάντια στη βία, η υπεροχή της κυβέρνησης υπήρξε πάντοτε απόλυτη», προσθέτει. H Άρεντ επιμένει ότι η εξύμνηση της πολιτικής βίας συνδέεται κατά μέγα μέρος με τη ματαίωση της ικανότητας του πράττειν στον σύγχρονο κόσμο. Τα ακραία φαινόμενα θα αυξάνονται όσο απουσιάζει η ουσιαστική πολιτική διέξοδος στις εντάσεις. Ανήλικοι επαναστάτες γράφουν προκηρύξεις λέγοντας ότι την ώρα της δράσης βεβαιώνεται η στιγμιαία ελευθερία τους, χωρίς να αντιλαμβάνονται, κατά τη συγγραφέα, ότι η κοινωνία στην οποία ζουν τους αφήνει να φαντασιώνονται το αδύνατο, υπό τον όρο ότι θα τους έχει στερήσει τη δυνατότητα να κάνουν το δυνατό, να αλλάξουν δηλαδή τους όρους της ζωής τους. Νομίζω ότι δεν χρειάζεται σχολιασμός για να κατανοήσουμε πόσο επίκαιρος είναι ο στοχασμός της Άρεντ.

Το θέμα είναι πολύπτυχο και πολύπλοκο, δεν μπορούν καν να αναφερθούν όλες οι πτυχές του εδώ. Δεν πιστεύω ότι η κριτική στη βία σημαίνει αυτομάτως οριστική προσχώρηση στον πασιφισμό του άλλου μάγουλου και αναγνωρίζω τη σημασία της συστημικής βίας. Μένω όμως σε μία περιορισμένη πτυχή, όπως τη ζω στις πορείες της περιόδου που διανύουμε: δράσεις που διώχνουν τον κόσμο από τους δρόμους είναι επικίνδυνες και επιζήμιες. Πρόκειται για ναρκισσισμό των πιτσιρικάδων, όταν νομίζουν ότι μόνο αυτοί εκπροσωπούν προνομιακά τους αγώνες, και οι υπόλοιποι είναι καταγέλαστοι ανανήψαντες του καναπέ. Ο κόσμος αλλάζει όταν βγαίνουν στον δρόμο οι μέχρι πρότινος βολεμένοι.

Αντιλαμβάνομαι ότι υπάρχει μια ηδονή στην πυρκαγιά, ηδονή που εξέφραζε ο Νέρων όταν άκουσε από κάποιον τη φράση: «εμού θανόντος, γαία μειχθήτω πυρί» και απάντησε: «αντιθέτως, εμού ζώντος». Στη συνέχεια απολάμβανε το «κάλλος των φλογών», όπως έλεγε, τραγουδώντας. Αυτή η ικανοποίηση που νιώθει κανείς μπροστά στο θέαμα της καταστροφής είναι πολύ κακός σύμβουλος για το τι πρέπει να πράξουμε πολιτικά. Όσοι έμαθαν να μιλούν με περιφρόνηση για τον βολεμένο μικροαστό που μέχρι χθες ψήφιζε ΠΑΣΟΚ και τον λοιδορούν που αποφάσισε να κατέβει σε πορείες τώρα που έχασε τα προνόμιά του, θα πρέπει να σεβαστούν ότι πραγματική κοινωνική αλλαγή μπορεί να συμβεί ακριβώς όταν εξεγείρονται οι μέχρι χθες ανυποψίαστοι. Αυτή τη στιγμή, το συνήθειο της βίας εμποδίζει. Εμποδίζει περισσότερους ανθρώπους να κατέβουν στον δρόμο και να διαδηλώσουν. Η αστυνομία θέλει πάντα να προκαλεί ένταση. Έχει συμφέρον. Εμείς τι συμφέρον έχουμε; Οι πυρκαγιές συνιστούν μαζί δυνάμει φόνο και πολιτικό σφάλμα. Έχουν και τα δύο σημασία, καθώς την πολιτική έκβαση της σημερινής κατάστασης δεν την ξέρω ούτε εγώ ούτε κανένας. Ξέρω όμως ότι έχει σημασία τι είδους άνθρωποι θα βγούμε από αυτή τη διαδικασία, και δεν με ικανοποιεί αυτό που βλέπω. Τελειώνω με μία ακόμα σκέψη από το ίδιο βιβλίο της Άρεντ: η βία όντως αλλάζει τον κόσμο. Τον κάνει πιο βίαιο.

Κωνσταντίνος Πουλής

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου